Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

Ο κλέφτης

‘Ηταν μέσα Απριλίου πριν δυο χρόνια, λίγο πριν το Πάσχα, εκεί που η άνοιξη παλεύει με την εκπνοή του χειμώνα. Μουντό πρωινό με ψιλόβροχο, ερημιά που κάνει τον ήχο των τακουνιών να ακούγονται ρυθμικά στις πλάκες των καντουνιών και σε κλείνει ολοένα και πιο έντονα στις σκέψεις, τις δικές σου σκέψεις. Μηχανικά βάζω το μεγάλο σιδερένιο κλειδί στην πράσινη βενετσιάνικη  πόρτα και ανοίγω το βιβλιοπωλείο. Η απόλυτη ησυχία και η αίσθηση ότι εκεί μέσα υπάρχει ζωή κλεισμένη σε σελίδες με αποσπά βάζοντας με και πάλι σε ρυθμούς κίνησης και ευεξίας. 


 Παρατηρώ ωστόσο ότι μια εξωτερική βιτρίνα έχει σπάσει και λείπει ένα βιβλίο, ο Καπετάν Μιχάλης του Καζαντζάκη, σκληρόδετο και άψογο, με τα χρυσά του συρρίτια, τις παλαιωμένες σελίδες του, χάρμα οφθαλμών. Τα γυαλιά παντού σκορπισμένα κι εγώ να αναρωτιέμαι γιατί δεν πήραν και τα υπόλοιπα. Με πιάνει το φοβικό μικροαστικό μου και αυτόματα τηλεφωνώ στην αστυνομία. Έκπληκτη μαθαίνω ότι γνωρίζουν το περιστατικό και ξέρουν και το δράστη αφού κάποιος νυχτερινός φύλακας των γύρω κοσμηματοπωλείων τον έκανε τσακωτό την ώρα που διέπραττε το «αποτρόπαιο» έγκλημα. Ήταν 5 το πρωί, ξημερώματα, πάντα η ώρα που για όλους μας επιφυλάσσει το στραβοπάτημα των μύχιων θέλω μας που ακροβατούν μέσα μας χάνοντας λίγο πριν το φως την ισορροπία τους. Κρατούσε μια ομπρέλα, που τη χρησιμοποίησε για να σπάσει τη βιτρίνα σχετικά αθόρυβα, όμως η πτώση των τζαμιών, παρά το σιγανό κροτάλισμα της βροχής τον πρόδωσε. Ο φύλακας τον πήρε πρέφα και κυνηγήθηκαν αλά αμερικέν στα γύρω καντούνια, του ξέφυγε όμως, αλλά λίγο αργότερα τον ξαναβλέπει, μια σκοτεινή φοβισμένη σκιά μέσα στο σκοτάδι, τον σταματάει και παίρνει στοιχεία χωρίς φυσικά να βρεθεί πάνω του τίποτα, όμως το σουλούπι και η μοναδική παρουσία εκείνη τη στιγμή στους έρημους δρόμους μαρτυρά πως χωρίς αμφιβολία ήταν εκείνος.
 Μου λέει λοιπόν αν θέλω να κάνω μήνυση θα μάθω και το όνομα. Φυσικά και δε θέλω, πιθανότατα, όπως μου επιβεβαιώνει και ο ίδιος πρόκειται για φοιτητή και μέσα μου νιώθω μια άγρια χαρά που επιτέλους με τίμησε ένας κλέφτης βιβλίων. Το θέμα λήγει εκεί.
 
Την ίδια μέρα έχω ήδη φτιάξει το τζάμι, χωρίς βιβλία η βιτρίνα για να στεγνώσει, και το  πρωί από μακριά πέφτει το μάτι μου σε έναν άσπρο φάκελο κολλημένο πάνω στον τόπο του εγκλήματος. Τον ανοίγω και μέσα είναι μια λευκή κόλλα χαρτί και πάνω αριστερά με την πιο ψιλή γραμματοσειρά, γραμμένο δειλά δειλά το εξής μήνυμα: «Συγνώμη για τη ζημιά, ήταν ατύχημα, ελπίζω τα χρήματα να φτάνουν», κοιτάζω μέσα στο φάκελο και βρίσκω σαράντα ευρώ.

 
Σκέφτομαι συγκινημένη ότι ο Καζαντζάκης βρήκε τον ιδανικό παραλήπτη, αυτόν που του άξιζε και σταματώ να το σκέφτομαι, γιατί νιώθω μια επίμονη επιθυμία να γνωρίσω αυτό το νέο παιδί, να του πω να μη φοβάται, και φυσικά δε μπορώ, παρά μόνο.... αν του κάνω μήνυση.