Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

Μαλτέζοι και εγκληματικότητα επί Αγγλικής Κατοχής


Μια άλλη ομάδα που προστέθηκε στο πολύχρωμο ανθρώπινο μωσαϊκό της Κέρκυρας του 19ου αιώνα είναι οι Μαλτέζοι, που πρωτοήρθαν στο νησί για τις ανάγκες της κατασκευής των οχυρώσεων και του ανακτόρου του αρμοστή. Σύμφωνα με την απογραφή του 1833 ανέρχονταν σε 800 περίπου άτομα, αριθμός που αυξήθηκε με την άφιξη ενός δεύτερου μεταναστευτικού ρεύματος από την Κεφαλλονιά. Οικονομικοί κυρίως μετανάστες, πολιτικοί εξόριστοι, ειδικευμένοι τεχνίτες και καλλιτέχνες στην υπηρεσία των βρετανικών δυνάμεων, αλλά και έμπειροι καλλιεργητές κηπευτικών, θ’ αποτελέσουν ένα σύνολο ανθρώπων με συνδετικό κρίκο τη γλώσσα, τις παραδόσεις και τη βαθιά καθολική τους πίστη.
Η μετανάστευση των Μαλτέζων στα Ιόνια νησιά έγινε χωρίς καμία μεθοδικότητα, ενώ υπήρχε η διαβεβαίωση για το αντίθετο κι έφτασαν στην Κέρκυρα και την Κεφαλλονιά εντελώς οικονομικά ανίσχυροι για την εγκατάστασή τους σ’ ένα νέο τόπο. Πέρασαν, λοιπόν, ένα τεράστιο πολιτισμικό σοκ και δοκιμάστηκαν κάτω από συνθήκες ουσιαστικού εγκλωβισμού ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς πολιτισμούς.

Οι θρησκευτικές και κοινωνικές ζυμώσεις της εποχής και η οικονομική τους ανέχεια γρήγορα θα τους απομονώσουν ως άτομα και ως κοινότητα. Παρέμειναν πάντα ως η τάξη εκείνη με την πιο δύσκολη εργασία και τις χειρότερες κοινωνικές συνθήκες διαβίωσης. Οι νερουλάδες της εποχής ήταν κυρίως Μαλτέζοι, καθώς και οι γαλατάδες, ΄σέρνοντας από την πλατεία Σαν Ρόκκο την κατσικούλα τους και αρμέγοντας φρέσκο γάλα έξω από τις πόρτες των σπιτιών.

Άγγελος Γιαλλινάς, ο δρόμος της Ευγενίου Βουλγάρεως

Η έρευνα των δικογραφιών δείχνει ότι σε σχέση με τον αριθμό τους παρουσιάζουν σχετικά υψηλή παραβατικότητα, κυρίως σε διακεκριμένες κλοπές με λαθραίο τρόπο και τραυματισμούς και δρουν κατά κύριο λόγο σε ομάδες που απαρτίζονται από ομοεθνείς τους. Οι τραυματισμοί γίνονται με χρήση γυμνών χεριών και ποτέ με μαχαίρι, που ήταν το κύριο μέσο διαπληκτισμού των ντόπιων κατοίκων. Το αδίκημα της απάτης, με 9 περιπτώσεις μόνο, και αυτό της κλοπής να καταγράφει τις περισσότερες περιπτώσεις ανάμεσα σε όλες τις ομάδες ξένων (Σουλιώτες, Μαλτέζους, Παργινούς και Ιταλούς) δείχνει ένα σύνολο ανθρώπων που υποκινείται κυρίως από την επιθυμία επιβίωσης πάρα από καθαρό δόλο.
Επίσης, στο κεφάλαιο που πραγματεύεται την αγυρτεία και την επαιτεία, θα δούμε τα ποσοστά των Μαλτέζων να είναι αρκετά υψηλά και οι καταγεγραμμένες ηλικίες να ξεκινάνε από τα 7 έτη.
Ακόμα, τόσο οι Εβραίοι όσο και οι Μαλτέζοι στο αδίκημα της αντίστασης κατά της αρχής παρουσιάζουν μικρά ποσοστά. Αυτή η αποφυγή της σύγκρουσης με τις αρχές πιθανότατα συνέβαινε γιατί ως ξένοι γνώριζαν την προκατάληψη που υπήρχε εναντίον τους, τόσο από την τοπική κοινωνία όσο και από τις αρχές και συνεπώς απέφευγαν συστηματικά τη στοχοποίησή τους.
Υ.Γ.
Το δεύτερο μεταναστευτικό ρεύμα από την Κεφαλλονιά έφτασε μετά από τα συνεχιζόμενα παράπονα των κατοίκων προς τον Αρμοστή ότι το νησί «είχε γεμίσει τεμπέλικα, αδαή, αμόρφωτα, βρώμικα, άρρωστα και απροσάρμοστα άτομα, που έμοιαζαν με ένα κοπάδι πρόβατα που τα είχαν παρατήσει από μία ξένη χώρα στη δική τους κοινότητα» και καμία σχέση δεν είχαν με τους ικανούς αγρότες που τους είχαν υποσχεθεί.
Το κλίμα αυτό ωστόσο θα αλλάξει με την παραχώρηση των Επτανήσων στο Βασίλειο της Ελλάδας και ο μαλτέζικος πληθυσμός θα αφομοιωθεί τελικά καλύτερα σ’ ένα αμιγώς ελληνικό, παρά σ’ ένα οικείο αγγλικό περιβάλλον.

ΓΑΟΥΤΣΗ Σ. : Το χρονικό των Μαλτέζων καλογραιών στην Κέρκυρα, Κέρκυρα 2007.
ΚΟΡΟΣΙΔΟΥ Μ. : «Η μάγισσα, ο εβραίος, ο βρυκόλακας», Ε Ιστορικά τεύχος 265, Αθήνα 2004.
ΓΙΑΝΝΟΥ ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: "Εγκληματικότητα, αλητεία και επαιτεία στην Κέρκυρα του 19ου αιώνα" Ιόνιο Πανεπιστήμιο, 2012