Σάββατο 14 Απριλίου 2018

Γιατί δεν ενυμφεύθη ο Χριστόφορος Ντελάντες: Της Άννυς Νούνεση


Από σπίτι ο Χριστόφορος Ντελάντες έμενε εις το καντούνι της Μάντζαρος. Εκαθόντανε εκεί με τη μάνα του, τον πατέρα του και τη νόνα του, από τη μεριά του τάτα του. Το σπίτι ήτανε ένα αρχοντικό, στο τρίτο πάτωμα, με τρεις κάμαρες ντα λέτο, με σαλόνι και σαλονέτο, με τραπεζαρία, με νάτολα πίσω από την κουζίνα, με μπάνιο και με καμπινέ και με λετρίνα χώρια, νιέντε μένο.
«Μωρή κοπέλα μου δεν έχει σλάντσο ο γυιός σου, όλος ο πατέρας του είναι», έλεγε η νόνα του, όταν έλειπε, φυσικά, ο γυιός της, «δεν ήτανε να σου μοιάσει τότσο, μη σου πω που σκιάζομαι που και δε φτάκει ούτε το μπόρ τση γιότσας τση καλής.» 
Η νόνα εξεχώριζε ακόμα και σε ποια γιότσα δεν θα έφτανε, ο καψερός ο αγγονάς της και έβανε έπειτα μόνη της τα γέλια, γιατί όπως έλεγε, η γιότσα τση σάλας ήτανε τότσο πιο χαμηλή από την καλή, εκείνηνε που είχανε στο πόρτιγο.
«Λέω να μην τα κλείνει αυτός τα σκούρα», εσιγοντάριζε την πεθερά η νύφη τση, η μάννα του. «Πρώτα βάνει το μπαγκούλι να ανεβεί κι ύστερα γδώνεται να φτάκει τσι τσινγκινιόλες, θα τονε βρούμε μπρούμυτα στο καντούνι κάνα απόγιομα και άκου, λέω να πέφτει για ύπνο νηστικός, γιατί θα κάμει και προκοίλι. Να τονε μάθουμε να τρώει φρούτα, δεν θα του γένεται ξύγκι όλο το φαί άμα τρώει το βράδυ φρούτα.»
«Τάλε κουάλε ο πατέρας του», εσυμπληρώνανε, «θα μας ακούσει όμως ο φλημένος και θα το πάρει ο άχαρος ντα πέτο που δεν ψηλώνει και θα του κακοφανεί.»
«Μπα, μπα, μη τονε σκιάζεσαι», έλεγε η νόνα, «αυτός και κλομπόκιο να τονε πούνε με το τίρο πόχει, δύο μέτρα ύψος θα του φαίνεται όπου κουβαλεί, εγώ λέω, όμως, να τσι κλείνει τσι φανέστρες, από τη μεριά τση Φιλαρμονικής, δεν την είδες τη θυγατέρα του νόντσολου που τονε κανοκιαλάρει;»
Γιατί απέναντι, αλήθεια εκαθόντανε ο νόντσολος τ’ Αγιού. Γιατρός εις το επάγγελμα, αλλά και παιδί τση εκκλησιάς από μιτσό, μια ταμένο από τη μάμα του γιατί ήτανε ωχρό, μια από το πατέρα του γιατί ήτανε λιανό, έβγαινε κάθε φορά στις λιτανείες, με μια τόρτσα μεγαλύτερη από το μπόι του και πότε γιατρός, πότε νόντσολος, πότε ψάλτης, εκατάφερε να γένει μπενεστάντες. Είχε στο σπίτι του γυναίκα, μα είχε και τη μάμα του, και του εμεγαλώνανε κι οι δυο μαζί τη μια και μοναδική θυγατέρα, που την είχε κι αυτός, όπως είχανε όλοι τσι θυγατέρες τσου στη χώρα «μη μου άπτου».
 Βέβαια και της μικρής της άρεσε ο Χριστόφορος, γιατί ήτανε σπιρτόζος, παρόλο που δεν ήτανε ψηλός και εκοκορευόντανε πολύ όπου τηνε κοιτάζει.  
Τση χαμογέλουνε, το λοιπόν πάντα, ο Χριστόφορος, άμα την έβλεπε στην πιάτσα και τση λεγε κουάζι «καλημέρα σας», όταν ετύχαινε να κοντραστάρουνε στο βόλτο του Κοκκίνη, την ώρα που πηγαίνανε για του Στεριώτη το σκογειό, που ήτανε εκείνο τον καιρό καλύτερο από όλα. Μα εκεί που εφαινόντανε, για τα καλά οπού τση κάνει γάρμπο, ήτανε την ώρα που επήγαινε να κλείσει τσι φανέστρες, εκείνες τσι πολλές, τσι μπροστινές που βλέπανε εις το καντούνι το μεγάλο.
Την έβλεπε που εκαθόντανε, κοντά εις το παράθυρο από νωρίς, με το βιβλίο στο χέρι, κι έκανε μια ώρα, να πάρει το μπαγκούλι, ν’ ανεβεί, ν’ ανοίξει το παράθυρο, να γδωθεί, να φτάκει τσι τσινγκινιόλες, να τσι σπρώξει, ώσπου να του φωνάξει η νόνα του, «τζόγια μου, μας επλευρίτωσες, πούντα θα μας έρθει», οπότε την έκλεινε επιτέλους τη φανέστρα. Έπαιρνε έπειτα το μπαγκούλι και το πόθωνε πιο κει, μέχρι που να τσι κλείσει και τσι πέντε, και ν΄ ακουστεί φόρα βότσε τση νόνας η φωνή για το φινάλε, «μην αφίνεις, τζόγια μου, στη μέση τση κάμαρης ιντρίγα», θέλοντας μ΄ αυτόν τον τρόπο να του πει πως έπρεπε να βάλει το σκαμνάκι εις την θέση του.

Επήγανε έτσι μπροστά κάνα δύο χρόνια. «Κάνουνε τσου ερώτους τσου», έλεγε η νόνα. «Γάρμπο είναι τούτο, δεν μπορεί, δεν σγαράρουνε λεφτό, ούτε το ρολόι τ’ Αγιού δεν είναι τόσο α πούντο.»
 Επήγε όμως κι ήρθε ο καιρός κι απέναντι αλλάξανε τα σέστα και ο Χριστόφορος έψαχνε τώρα μάταια τη Δουλτσινέα του, η οποία δεν εφαινόντανε άλλο πια πίσω από τη φανέστρα. Άδικα επαράστεκε κι έψαχνε ο καψερός, μα εκείνη πουθενά.
Περίμενε και πικραινόντανε που δεν την έβλεπε, γιατί δεν ήξερε τι στάθηκε, δεν ήξερε τι γένεται και δεν του φανερώνεται εις το παράθυρο. Δεν έλεγε όμως λόγο, δεν εμιλούσε, εκοίτουνε μοναχά τη νόνα του και τση χαμογελούσε άμα την άκουε να λέει στη μάννα του, «μωρέ δε μου λές, γιοντερίτσινο πίνει ο νόντσολος, που του κουβαλεί σάκες τα μανταρίνια ο μανάβης; Ω! και μη λησμονήσεις να πάρεις μανταρίνια και για το παιδί», έλεγε μετά, «τσήφαγε τσι κλιμεντίνες όλες», και τα έχανε μετά ο καψερός, όταν του φώναζε, «μη με κοιτάζεις έτσι, σαν τον έμπετε, σύρε να κλείσεις τσι φανέστρες, είναι δικό σου το ιμπένιο, τόπες, δε τόπες, που θα τσι κλείνεις πάντα εσύ, τόπες κι έκαμες κι όρκο». Πήγαινε εκείνος φυσικά, μα ανόρεχτος, γιατί η δεσποσύνη του δεν εφαινόντανε άλλο πίσω από τσι κοντρίνες.
Κακό δεν είχε πάθει η μιτσή, μα σαν την βρήκε ο κουράντες τους ωχρή, διόρισε σιρόπι δυναμωτικό, να παίρνει ένα κουτάλι το πρωί κι ένα το μεσημέρι, να πιάκει τότσο κρέας, είναι και θηλυκό αμιά. 
Κι έτσι όπως το έλεγε η νόνα του ήτανε, σαν να πίνανε μποτίγιες το μουρουνόλαδο στου γείτονα το σπίτι έτσι που ανεβαίνανε τσι σκάλες, η μια πίσω την άλληνε, οι σάκες με τα μανταρίνια.
  Η συνταγή που διόρισε τση κοπέλας ο γιατρός ήτανε «ένα μπικερίνι μουρουνόλαδο το πρωί, ένα το μεσημέρι και προσοχή, αμέσως μετά, μια σκάρδα μανταρίνι». Τση ανοίγανε λοιπόν το στόμα μ’ ένα κουτάλι, και αδειάζανε μέσα γρήγορα το κίτρινο υγρό. Η δόση ήτανε μετρημένη με το ασημένιο το κουταλάκι, το βαφτιστικό της. Της δίνανε το γιοντερίτσινο με αυτό και τη ρουμπώνανε μετά το φρούτο το ξινό, την υποχρεώνανε δε πάντα να φάει ολόκληρο το μανταρίνι, «έλα, φάτο οπού θα πάει και χαμένο, παναπεί».
Το έτρωγε η φλιμένη, μα αναρίτσιαινε όλη και τση ερχόντανε κακό από τη μυρωδιά του ψαριού σε συνδυασμό με το ασήμι και το σπίρτο του μανταρινιού. Κρατιόντανε, όσο μπορούσε, μα συνήθως έκανε εμετό, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνεται η ίδια κίνηση, δύο και τρείς φορές, μέχρι να πιεί η μικρή το δυναμωτικό της.
Την πάψανε βέβαια, όπως ήτανε και φυσικό και από τη φανέστρα, δεν την αφήνανε να κάθεται κοντά εις το παράθυρο, γιατί όπως έλεγε η νόνα της, «κόβει ψυχή μου η σφέζα, θα σε φυσήξει καμιά ώρα, έτσι φτενή που είσαι και θα τρέχουμε, οπού αυτό μας έλειπε να κάμουμε και μαντού». Η Σταματέλλα που άκουε το λόγο, απομακρύνθηκε το λοιπόν από τα παράθυρα και φυσικά και από τον Χριστόφορο και είχε δύο χρόνια τώρα ακόμα και να τονε σκεφτεί.
Φύγανε μετά με τη σειρά τους κι άλλοι χειμώνες, κι άλλα καλοκαίρια και εμεγάλωσε τόσο του νόντσολου η κόρη του, που αντί να περνάει το βόλτο για να πάει στο σκογειό, το παίρνουνε τώρα για να πάει στα μπάνια με τσι φιλονάδες της, χωρίς ούτε και να θυμάται το γειτονόπουλο.  
Ώσπου ξαφνικά, και μες εκεί λίγο πριν από τσι γιορτάδες, ήρθε ένα απόγιομα στο σπίτι τσου η θειά τση, εκείνη πούχε στη Στρατιά και έφερε τση μάμας τση και του παπάκη τση λόγο από το νόντσολο, για τον υγιό του. Την ήθελε λέει τη Σταματέλλα, ο Χριστόφορος από μιτσός και τώρα είχε έρθει η ώρα να τηνε χαλέψει, να την αρραβωνιαστεί και να την πάρει, να τηνε στεφανωθεί. Δεν ήθελε λέει να πάει μοναχός του εις την Βιέννην, όπου θα γενόντανε κατά τον παπάκη του ντοτόρος. Προμέσι σπόζι δεν θα εκαθόντανε πολύ, μετά τον αρραβώνα θα την εστεφανωνόντανε και θα εφεύγανε για την Αυστρία, αντάμα. Τα άκουσε όλα αυτά και έκρυψε τα μούτρα τση από γλυκειά ντροπή η Σταματέλλα, σα τονε θυμήθηκε πίσω από τη φανέστρα. Ούτε κοντεσίνα να είμαι, εσκέφτηκε, και γίνηκε σαν το μπουχασί και τσή ήρθανε σπυλάδες σαν εφαντάστηκε τσι ντρολτσέτες που θα τση έκανε ο Χριστόφορος γιατί, ναι, ναίσκε, θα του λέγανε, τζα, κι αυτή και ο μπαμπάς της.
Έτσι η βίζιτα για το σταμπένε τση σεμπριάς εκανονίστηκε, με τη βοήθεια τση Τζίας, για κείνηνε την Κυριακή που ερχόντανε, μετά τσι έξι το απόγιομα.
Πρεμούρα με πιάνει οπού θα σου τα πω ετούτα δω και πάλπιτο στο πέτο. Κανείς δε ξέρει αλήθεια γιατί έφυγε, σόλο, με μια βαλίγκια μοναχά ο Χριστόφορος Ντελάντες, μα έτσι ακριβώς εγίνηκε, όπως θα σου τα λέω.
Εβάλανε λοιπόν σαν ήρθε εκείνη η Κυριακή, στη μέση τση μεσάλας, πρώτα πρώτα τσου μπεζέδες. Τα μανταρίνια τα εβάλανε μετά στην ασημένια μπομπονιέρα για να μοσκοβολάει ο τόπος κι απάνου στο σερβάν εβάλανε τσι κύκαρες και τα πιατέλα τα λευκά με τουβαέλια πάνου στο τραπέζι το μιτσό, το κρύο νερό πιο κει στο γυάλινο το μπουκαλέτο, μαζί και τη μποτίγια το λικέρ και το κουνιάκου, εκλείσανε και τσι φανέστρες και κάτσανε να τσου δούνε να ’ρχονται, μπότα τσι οχτώ όπως τα είχανε πεί.
«Τούτο α πόστο», είπανε, και αμέσως ανοίξανε την πόρτα καθώς εβάρησε και ο Άγιος μπότα οχτώ.
Πρώτα εμπήκε εις τη σάλα η γιαγιά. Πίσω τση η μάμα, αλαμπρατσάντε με το νόντσολο και πίσω, με το κότολο πιασμένο να μην το πατήσει, η Σταματέλλα. Έκαμε όμως σα μπήκε εις το σαλόνι ένα πάσο κατά το κομό και έκατσε στάσουλο το βλέμμα της απάνου εις τις κλιμεντίνες κι έμεινε εκεί ξερή με τα μάτια γουρλωμένα σα μπομπόλους. Καθίστε, είπανε, και κάτσανε οι άλλοι κάτου με τη μία, όλοι μαζί. «Δεν μας παίρνει να κάτσουμε ανύπαντροι πολύ», είπε και ο Χριστόφορος και τση εχάιδεψε το μάγουλό τση το δεξί.
Την άγγιξε τότσο ελαφρά και εις τη σοτογόλα και παίρνοντας πίσω το χέρι του το πέρασε από το πέτο τση ελαφρά. Εκεί, τότε, την έπνιξε η φρεσκίγια. Είχε φάει ως φαίνεται κάνα δυο σκάρδες μανταρίνι ο Χριστόφορος μπριχού. Κοκκίνισε η κοπέλα η καψερή και φαντάστηκε απότομα τη μάνα τση μπροστά της να τση βαστάει την κύκαρα και να τση χώνει το κουτάλι εις το στόμα, «πιέστο», την άκουσε να λέει, «πιες το που μας το διόρισε ο γιατρός, πιες το μα μην ξεράσεις». 
 Πρασίνισε και άσπρισε, εκεί μπροστά σε όλους η καψερή και έκαμε απότομα ένα γκλουπ, κάτι που ακούστηκε σα μπόρτσιο, έφερε δε τα χέρια εις το στόμα της, κι έφυγε κατεβαίνοντας δύο δύο τσι σκάλες, αφήνοντάς τους όλους σέκους, εκεί, να μην καταλαβαίνουν γιατί έκαμε με το που την άγγιξε ο Χριστόφορος εμετό. Να μην καταλαβαίνουν γιατί έφυγε, αφήνοντάς τους όλους ιμπάντο και το Χριστόφορο τον άμοιρο, αμανάτο, με το στόμα ανοιχτό, σαν ασημένιο μπατιδούρο.

Γλωσσάρι:

Κάμαρα ντα λέτο / κρεβατοκάμαρα
Νάτολα / αποθηκούλα πίσω από την κουζίνα
Λετρίνα / τουαλέτα
Νιέντε μένο / ούτε λίγο ούτε πολύ
Σλάντσο / ύψος
Γιότσα / έπιπλο, συνήθως στην είσοδο
Τσιγκινιόλες / γάντσο που κρατάει τα παραθυρόφυλλα
Τάλε κουάλε / ίδιο
Κλομπόκιο / βούλωμα, κοντός
Τίρο /ύφος
Νόντσολος /καντηλανάφτης
Κανοκιαλάρω / κοιτάω επίμονα 
Μπενεστάντες / καλοστεκούμενος
Κουάζι / σχεδόν
Κοντραστάρω / (εδώ) συναντώ
Γάρμπο / έρωτας
Γδώνω / τραβάω
Γδώνομαι / τραβιέμαι
Τζόγια μου/ χαρά μου
Ποθώνω / βάζω
Φόρα βότσε / με δυνατή φωνή
Ιντρίγα / άχρηστα πράγματα μες τη μέση
Σγαράρω / ξεφεύγω
Α πούντο / με ακρίβεια
Σέστα / συστήματα
Γιονντερίτσινο / μουρουνόλαδο
Έμπετες / κουτός
Κουράντες / γιατρός
Μποτίγια / μπουκάλα
Μπικερίνι / ποτηράκι
Σκάρδα / μια φέτα (για μανταρίνι, πορτοκάλι, σκόρδο)
Αναριτσιαίνω / ανατριχιάζω
Σφέζα /χαραμάδα
Φτενή / λεπτή
Ντοτόρος / γιατρός
Προμέσι σπόζι / αυτοί που έχουν δώσει υπόσχεση γάμου
Μπουχασί /κόκκινο
Σταμπένε /το σύμφωνο
Πρεμούρα / βιασύνη
Πάλπιτο / ταχυπαλμία
Πέτο / στήθος
Σόλο / μόνος
Μεσάλα / μεγάλο άσπρο λινό κεντητό τραπεζομάντηλο
Μπεζέδες / μαρέγκες, τα προσφέρανε στους αρραβώνες
Κύκαρες / ποτήρια
Μπότα / ακριβώς
Τούτο α πόστο / όλα στη θέση τους
Μπατιδούρος / σήμαντρο
Φρεσκίγιας / η μυρωδιά από αυγό, ψάρι η μανταρίνι
Μπόρτσιο / βρογχικά
Σέκο / ξερό
Σέκους / ξερούς







1 σχόλιο:

  1. Είναι φίλη μου αγαπημένη. Το έχω στα υπ όψιν για το βράδυ με ηρεμία. Σε ευχαριστώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή