Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

Και η γη εταράχθη!


  Πόση ευλογία μπορεί να έχει ένας τόπος όπως αυτός εδώ άραγε; Με εύφορη γη, με γλυκό, εύκρατο κλίμα, με θάλασσα θερμή και γαληνεμένη, και με τα ηπειρώτικα βουνά απέναντι να κόβουν την ορμή των ψυχρών βόρειων και βορειοανατολικών ανέμων. Τόπος προστατευμένος, απομακρυσμένος κι αόρατος από της φύσης τις ιδιοτροπίες. Μήτε σεισμοί, μήτε καταστροφές, μήτε ανυπόφοροι καύσωνες, μήτε δριμύ κρύο. Από καιρό σε καιρό τη νηνεμία της άνοιξης και του θέρους διακόπτουν μονάχα κάτι μπουρίνια και χοντρά χαλάζια, αποτελέσματα της εκτόνωσης μιας συσσωρευμένης νοσηρής υγρασίας, που ταλαιπωρεί ολοχρονίς τους κατοίκους. Γρήγορα όμως περνούν κι αυτά, καταστρέφοντας βέβαια τις σοδειές κι αφήνοντας τους κατοίκους ενδεείς, μα τον τόπο ολότελα ανέγγιχτο, έτοιμο σαν τον φοίνικα να αναγεννηθεί, να διορθώσει μόνος του το κακό και να αποζημιώσει με τρόπο γενναιόδωρο.

Χάρτης της Κέρκυρας του 1575

Μονάχα οι αρρώστιες, η επέλαση της πανούκλας και της χολέρας, και στα χωριά οι ελώδεις πυρετοί και η τρομερή πελάγρα[1] τρομάζουν τους νησιώτες εδώ. Α! να μην ξεχνάμε και τους Οθωμανούς. Μόνο με τούτες τις φριχτές ασθένειες και τη βάρβαρη οθωμανική επέλαση μπορεί να συγκριθεί ο πανικός των Κερκυραίων, άμα τύχει και ταρακουνηθούνε έστω και λίγο από τον ξένο γι’ αυτούς Εγκέλαδο. Απορημένοι κι ασυνήθιστοι δεν έχουν ιδέα γιατί το νησί τούς φέρεται έτσι, χάνοντας πραγματικά τη γη κάτω από τα πόδια τους. Ο Μάρμορας αναφέρει για ένα σημαντικό σεισμό που συνέβη το 1650 και προκάλεσε σοβαρές βλάβες στα οικοδομήματα και ιδιαίτερα στο οχύρωμα του Αγίου Αθανασίου, που κατέρρευσε ολοσχερώς: «Εν ω υφίστατο καίριον τραύμα η Οθωμανική Αυτοκρατορία, καταστρεπτικώτατος σεισμός έσεισε την νήσον της Κέρκυρας παραγαγών φόβον και αγωνίαν τοιαύτως ως εάν είχε αναφανή και αύθις αναστηθείς ο κατακτητής Σουλεϊμάν».
Αλλά και αργότερα, το Σεπτέμβρη του 1858, ο περιηγητής Αλμπέρ Μουσσόν, που τυχαίνει να παρευρίσκεται στην κηδεία του επισκόπου των Καθολικών στο νησί, θα σημειώσει στις ανθρωπολογικές του παρατηρήσεις: «[...] η εντύπωση της πένθιμης τελετής εντάθηκε από το γεγονός ότι μετά το πέρας της έγιναν αισθητοί τρεις σεισμοί, εκ των οποίων ο πρώτος ήτανε πράγματι ισχυρός. Οι άνθρωποι έτρεχαν στους δρόμους να προστατευτούν κι έκαναν το σταυρό τους με τον τρόπο που συνηθίζουν οι Ορθόδοξοι, οι καμπάνες χτυπούσαν και κάθε άνθρωπος θεώρησε το ανησυχητικό αυτό φαινόμενο σαν απόδοση φόρου τιμής προς τον νεκρό και σαν ένα προειδοποιητικό σημάδι προς την ανθρωπότητα [...]».
Αν επιστρέψουμε πίσω στους αρχαίους συγγραφείς, κανένας δεν αναφέρει συμβάντα σεισμών στην περιοχή του Ιονίου και κανένας ποτέ δεν σημείωσε κάποια μεταβολή στη στάθμη των νερών. Αυτή η έλλειψη πλημμυρίδας και άμπωτης μπορεί να άφησε ανέγγιχτο το σχήμα του νησιού, ταυτόχρονα όμως θεωρήθηκε υπαίτια για τους ελώδεις πυρετούς, αφού τα παράκτια ύδατα, αποκλεισμένα από την επικοινωνία τους με τη θάλασσα, γέννησαν τις ήρεμες αλλά μολυσμένες και πυρετογόνες λιμνοθάλασσες, που βασάνιζαν επί χρόνια τους ανθρώπους της εξοχής.
Η επιφάνεια και το διάγραμμα του ωραίου νησιού δεν μεταβλήθηκε ποτέ από τις μύχιες αναταράξεις της γης, παρά μόνο από τη διαβρωτική ικανότητα της θάλασσάς του και από την υγρή του ατμόσφαιρα. Η απέναντι Ήπειρος και η Αλβανία, και στα νότιά του τα άλλα Ιόνια νησιά θα του στέλνουν σποραδικά τους μακρινούς απόηχους των δικών τους καταστροφών, αφήνοντας όμως πάντα ανέγγιχτες τις ακτογραμμές του.

Η εποχή πριν το 1800

Οι παρατηρήσεις από ιδιωτικά ημερολόγια και από ιστορικούς της εποχής μαρτυρούν πως δεν καταγράφηκαν ιδιαίτερες ζημιές μετά το 1800 και για αυτό στη συλλογική μνήμη του νησιού ο σεισμός έχει καταγραφεί ως μια πολύ μακρινή και σχεδόν άγνωστη σε αυτούς ιδιοτροπία της φύσης. Καταστροφές και θύματα φαίνεται να υπάρχουν μόνο στην προ του 1800 εποχή, όταν ο Εγκέλαδος επισκεπτόταν πιο συχνά το νησί, με τα σεισμικά γεγονότα να έχουν εστία –κατά κύριο λόγο– εκτός Κέρκυρας. Εξάρσεις ήπιων σεισμικών γεγονότων σημειώνονται και στα χρονικά διαστήματα 1819-1825 και 1858-1875, χωρίς όμως θύματα και χωρίς αξιοσημείωτες καταστροφές.
Στις 30 του Γενάρη, το έτος 1723, ημέρα Τετάρτη, αργά τη νύχτα κι ενώ το νησί ήταν σκεπασμένο από χιόνι και ζωσμένο από δριμύ κρύο, έγινε ένας φοβερός σεισμός, που επαναλήφθηκε λίγες μέρες μετά, στις 8 του Φλεβάρη, στις δύο η ώρα τη νύχτα. Η γη σειόταν επί ένα τέταρτο της ώρας, η θάλασσα φούσκωσε απειλητικά και προκλήθηκε ένα μέτριο τσουνάμι (θαλάσσια διαταραχή). Ένα ίδιο τρομακτικό κύμα υψώθηκε και με την ισχυρή δόνηση των 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, μερικά χρόνια αργότερα, το Νοέμβριο του 1732.

Ο μεγάλος σεισμός του 1743 με επίκεντρο την Κέρκυρα

Μία δεκαετία μετά, το Φεβρουάριο του 1743, ο Εγκέλαδος θα επιστρέψει δριμύτερος, με 7 Ρίχτερ και επίκεντρο πια την Κέρκυρα. Από εκείνο το σεισμό το ανάκτορο του Γενικού Προβλεπτή της Θάλασσας θα καταρρεύσει και η καθολική Αρχιεπισκοπή (η σημερινή Τράπεζα της Ελλάδας) θα υποστεί σοβαρές βλάβες. Τότε σημειώθηκαν και σοβαρές ζημιές στο καμπαναριό της καθολικής Εκκλησίας της Ανουντσιάτας. Τα σιδερένια σημερινά δεσίματά της πιθανόν χρονολογούνται από τον καιρό των επισκευών που έγιναν τότε, ύστερα από εκείνον τον ισχυρό σεισμό. Ίσως γι’ αυτό και, παρά την ολιγωρία στη συντήρησή της, επιμένει να στέκεται όρθια ακόμη και σήμερα.
Ο λαός θορυβημένος από την πρωτοφανή ένταση εκείνου του σεισμού θα προστρέξει –κατά το προσφιλές συνήθειό του– για παρηγοριά στον Άγιο του, όπου ύστερα από πρόσταγμα του Μεγάλου Πρωτόπαπα Ιωάννη Βούλγαρη, ο κλήρος θα κληθεί να σημάνει τις καμπάνες των εκκλησιών και να ψάλει την παράκληση του σεισμού με ολονυχτία στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος, λιτανεύοντας ταυτόχρονα και το σκήνωμά του, «όπως ελευθερώση ημάς ο Θεός από κάθε κίνδυνο».

Πρόσταγμα του Μεγάλου Πρωτόπαπα Ιωάννη Βούλγαρη
Από τα τέλη Ιανουαρίου έως και τις 5 Φεβρουαρίου του 1786 σημειώνεται μια περίοδος διαδοχικών και σφοδρών σεισμών, στη διάρκεια των οποίων έγιναν μεγάλες και πολλές καταστροφές. Οι συγκεκριμένοι σεισμοί του 1786, αν και όχι οι σφοδρότεροι, φαίνεται να είναι οι πιο φονικοί στην ιστορία του νησιού, πιθανότατα εξαιτίας της διαδοχικότητάς τους, εφόσον τότε καταγράφηκαν 126 νεκροί και δεκάδες τραυματίες.


Η εποχή μετά το 1800
 Αν εξαιρέσουμε τον τρομερό σεισμό του Μάη του 1809, με επίκεντρο την Κονίσπολη, που η έντασή του –όπως επισημαίνει ο Στυλιανός Βλασσόπουλος στις Στατιστικές και Ιστορικές περί Κέρκυρας ειδήσεις– έφερε στη μνήμη των Κερκυραίων τον τρομερό σεισμό του 1743, στα κατοπινά χρόνια η μανία της γης φάνηκε να κοπάζει.
Αισθητές, με επίκεντρο όμως εκτός νησιού, θα είναι και οι δονήσεις του 1819, του 1823 και του 1825. Η πρώτη, κάτω από τη σκιά της επαίσχυντης συμφωνίας Μαίτλαντ – Αλή πασά, που έγινε η αφετηρία του δράματος των Παργινών στο νησί, θα έχει ως αποτέλεσμα να σταματήσει να αναβλύζει η πηγή της Δρυμοπόλεως, στα νότια της Μπενίτσας. Θα αναβλύσει ξανά δυο χρόνια αργότερα. Η δεύτερη δόνηση, δυνατή και καταστροφική, θα λάβει χώρα την ημέρα της Αναλήψεως στην Ήπειρο. Δύο χιλιάδες κατοικίες θα κατεδαφιστούν και ολόκληρος ο πολεμικός αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των σουλιώτικων πέτρινων οικισμών θα αφανιστεί. Ό,τι δεν κατάφερε η δαιμόνια στρατηγική του Αλή πασά τα προηγούμενα χρόνια, το κατάφερε η καταστροφική δύναμη της φύσης μέσα σε λίγα λεπτά.
Δύο χρόνια αργότερα, στις 19 Ιανουαρίου του 1825, ο μεγάλος σεισμός που θα καταστρέψει ολοσχερώς και για δωδέκατη φορά από το 1612 τη Λευκάδα ταρακουνάει με τρόπο ισχυρό και την Κέρκυρα. Εξήντα νεκρούς θρηνεί το μαρτυρικό νησί της Αγίας Μαύρας, που βρίσκεται μέσα στην πλήρη ισοπέδωση. Τον πόνο της καταστροφής των ημερών εκείνων ομολογεί με πάθος κι η πένα του Λευκαδίτη ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη:

Ηκούσθη εν ταυτώ βοή, ωσάν όλας συγχρόνως
παρεκινούσε τας ψυχάς του Άδου μέγας πόνος
ν’ αναστενάσουν· έφθασε το κέντρον της καρδίας
κι εις τους κατοίκους έχυσε πάσης της Λευκαδίας
το χρώμα του ο θάνατος. Το σύνθημα των κλώνων
υπήρξεν αύτη η βοή και η αρχή των πόνων.

1856: Ο Εγκέλαδος τον Σεπτέμβρη και η έκλειψη σελήνης του Οκτώβρη

Την πρώτη του Οκτώβρη του 1856, στις έντεκα το βράδυ, όλοι οι Κερκυραίοι βγήκανε στους δρόμους για να θαυμάσουνε μια σπάνια, μαγική και βαθιά σκοτεινή νύχτα από μια έκλειψη της σελήνης που έγινε ταυτόχρονα με την πανσέληνο και διήρκεσε μέχρι το πρώτο φως της αυγής. Μόλις έντεκα μέρες αργότερα, στις 12 του Οκτώβρη,[2] στο νησί ήχησε ο υπόκωφος θόρυβος μιας εξαιρετικά σφοδρής δόνησης, που κάλυψε όλη τη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου με επίκεντρο το τόξο Κρήτης  – Αιγύπτου και υπήρξε ιδιαίτερα καταστρεπτικός για τη Ρόδο, την Κάσο και την Κάρπαθο. Στις δύο τη νύχτα και μετά το πρώτο σοκ των κατοίκων άρχισαν να σημαίνουν οι καμπάνες όλων των εκκλησιών της παλιάς πόλης. Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους πανικόβλητος και κατευθύνθηκε στον Άγιο, παρακαλώντας γονυπετής τον Κύριο να παύσει το θυμό του. Οι γέροντες στις μετέπειτα αφηγήσεις τους ισχυρίστηκαν πως δεν θυμούνται ποτέ να έκανε τέτοιο σεισμό, μέχρι και οι Άγγλοι στρατιώτες εγκατέλειψαν τους στρατώνες τους και περιφέρονταν μέσα στο φρούριο, και οι Εβραίοι έσπευσαν και αυτοί στις συναγωγές τους για προσευχές. Όμως ήταν σύντομος· αν διαρκούσε περισσότερο, εξαιτίας της σφοδρότητάς του, σίγουρα θα υπήρχαν θύματα και σοβαρές υλικές καταστροφές.
Ο Edward Lear στην τρίτη από τις εννέα επισκέψεις του στο νησί, επιστρέφοντας στο σπίτι του από την καραντίνα στην οποία είχε μπει λόγω υποψίας κρούσματος χολέρας φερμένης από την Κωνσταντινούπολη, το βρίσκει να έχει υποστεί σοβαρές ρωγμές, κατάσταση που τον ανάγκασε να μετακομίσει και να σημειώσει για εκείνη τη δόνηση: « …but everybody was woken up at 2 oclock by the worst earthquake Corfu has known for many years [...] but nobody has been hurt in all the city, & no house fallenthought many old ones are cracked [...]».

Η Κακοσημαδιά του 1858

Στις 6 Σεπτέμβρη του έτους 1858 απεβίωσε ο αρχιεπίσκοπος Λατίνων Carlo Rivelli στις 10 τη νύχτα. Τα μεσάνυχτα τον κατέβασαν στο Duomo. Την επόμενη μέρα τον ετοίμασαν για την κηδεία, φορώντας του τα αρχιερατικά άμφια, ενώ οι Φλάροι έψελναν αδιάκοπα. Οι καμπάνες ηχούσαν πένθιμα και όλα τα πλοία είχαν τις σημαίες τους mezzasta. Στις 8 του τρέχοντος μήνα το πρωί κι αφού περιέλουσαν τη σορό με αρώματα, επειδή είχε αρχίσει η σήψη, πήραν την απόφαση, μετά το μεσημέρι, να κατευθυνθούν στο ιταλικό κοιμητήριο. Αφού είχαν διαβεί ήδη τη Βασιλική Πύλη και πλησίαζαν στην περιοχή της Πλατυτέρας, γύρω στις πεντέμισι το απόγευμα έγινε ένας δυνατός σεισμός, που πολλοί τότε καλοπροαίρετοι τον θεώρησαν σαν απόδοση φόρου τιμής προς τον νεκρό και κάποιοι άλλοι, πιο δεισιδαίμονες, το ερμήνευσαν σαν προειδοποιητικό σημάδι προς την αμαρτωλή ανθρωπότητα, σαν έναν κακό οιωνό. Ο πανικός τους, όπως και να είχε, τους οδήγησε μέσα στο μοναστήρι της Πλατυτέρας, όπου έγινε παράκληση, ενώ εκφωνήθηκε και λόγος από τον Ι. Λούντζη. Ένας μικρός μετασεισμός λίγη ώρα αργότερα δεν φάνηκε να τους ανησυχεί· ήταν ήρεμοι πλέον αφού είχαν αποδώσει τα δέοντα στο θεϊκό στοιχείο.

Σεισμός Αυγούστου 1883

Το καλοκαίρι του 1883 υπήρξε επεισοδιακό. Στις 27 Ιουνίου 1883 σημειώνεται σεισμός με ένταση 6 Ρίχτερ στη θαλάσσια περιοχή νότια και δυτικά της Κέρκυρας, επιφέροντας στο βόρειο Ιόνιο ξαφνική απόσυρση. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, στις 5 Αυγούστου του ίδιου καλοκαιριού, το νησί δονείται πάλι, δημιουργώντας προβλήματα αυτή τη φορά στην παροχή του νερού.
Από την εφημερίδα Φωνή διαβάζουμε ότι η δημοτική αρχή οφείλει να μεριμνήσει γιατί οι επανειλημμένοι σεισμοί των τελευταίων ημερών σε κάποια χωριά που δεν απέχουν πολύ από το υδραγωγείο, είναι δυνατόν να επιφέρουν αλλαγή στο ρου των υδάτων, με συνέπεια τη λειψυδρία. Και άλλοτε, συνεχίζει ο συντάκτης, είχε επισημανθεί η ανάγκη να καθαριστούν και να επισκευαστούν οι δεξαμενές στην πόλη, ώστε να υπάρχει επαρκής ποσότητα νερού σε ώρες ανάγκης και να μην υποστεί η πόλη τις λυπηρές συνέπειες της λειψυδρίας.

 Φαίνεται πως σε τούτο το νησί υπήρχε ανέκαθεν η παράδοση να κωφεύουν οι αρχές στα προειδοποιητικά σημάδια και να αρκούνται σε προσωρινές και πρόχειρες λύσεις, μέχρις ότου να βρεθούν πανικόβλητοι και ανίκανοι μπροστά σε ένα πρόβλημα που είχε ήδη διογκωθεί και είχε γίνει πια εξαιρετικά δύσκολα διαχειρίσιμο.

Πέπη Γιάννου


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

·       ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ, Π., Καθημερούσιαι ειδήσεις, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 2000.
·       ΖΕΡΒΟΠΟΥΛΟΣ, Σ., Βλάβες και ζημιές από σεισμούς και άλλες αιτίες στην παλαιά πόλη της Κέρκυρας από τα μέσα του 17ου αιώνα έως σήμερα, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Περιφερειακό Τμήμα Νομού Κέρκυρας, Κέρκυρα 2009.
·       Dr H. HAUROWITZ., Αναμνήσεις από την Κέρκυρα, Καλοκαίρι 1896, εκδόσεις Πιτσίλος, Αθήνα 2016.
·       MOUSSON, A., Κέρκυρα και Κεφαλλονιά, Εκδόσεις Ιστορητής, Αθήνα 1995.
·       ΠΑΡΤΣ, Ι., Η νήσος Κέρκυρα, γεωγραφική μονογραφία, Τυπογραφείο Ναχαμούλη, Κέρκυρα 1892.
·       ΤΣΟΥΜΑΝΗΣ, Κ., Η Κέρκυρα μέσα από τα μάτια των περιηγητών, Εκδόσεις ΕΨΙΛΟΝ, Αθήνα 2010.



[1] πελάγρα: Μορφή λέπρας που παρουσιάζεται κυρίως στην ύπαιθρο, πλήττει σε μεγαλύτερο ποσοστό το γυναικείο φύλο και έχει αποδοθεί στην κατανάλωση καλαμποκάλευρου, που δεν έχει συντηρηθεί σωστά.
[2] Ο Π. Σαμαρτζής ορίζει σαν ημερομηνία του σεισμού την 30ή Σεπτέμβρη, ενώ ο Ι. Παρτς την 12η του Οκτώβρη. Η διαφορά στην ημερομηνία πιθανότατα οφείλεται στο παλαιό και το νέο ημερολόγιο.

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Σταματέλλα Πουλή:"Ο Θερτής, ο Αλωνάρης κι ένας Αύγουστος Παραπονιάρης"





«Επροϊβάστηκες εσύ; Έλα, καλό πρόοδο κάνε!», ρωτούσανε οι χωριανές. Τελευταία μέρα του σχολείου, επίσημη πρώτη του καλοκαιριού. Φτάναμε για τα καλά στα μέσα του Ιούνη, του Θερτή, όπου με λαχτάρα περιμέναμε να ξεπλύνουμε με βουτιές τη μυρωδιά του σχολείου. Η οσμή του πλαστικού στα μπλε τετράδια μαζί με ξύσμα από μολύβι κι εκείνη η μεταλλική μυρωδιά της τάξης που θύμιζε ιώδιο ανακατεμένο με τριμμένη κιμωλία. Οι χωριανές καχύποπτα επέμεναν «και με το πόσο το πήρες παναπεί;». Ποιος νοιαζόταν αλήθεια; Έπαινο στην ορθοπεταλιά και άριστα στο μακροβούτι θέλαμε. Το καλοκαίρι ήταν εδώ για να μας ξεμυαλίσει, να μας συνεπάρει, να ερεθίσει τα ζωντανά κορμιά, να φτιάξει εκρηκτική ύλη ξενοιασιάς, ανεμελιάς, φιλίας και έρωτα. Όλοι στη γραμμή της εκκίνησης για την πιο συναρπαστική κούρσα. Μια κούρσα όμως που ο τερματισμός προκαλούσε μελαγχολία κι ένα κρυφό παράπονο γιατί πάντα στο τέλος της ξέφρενης πορείας μας, όλα έμοιαζαν τόσο λίγα, τόσο σύντομα. Στα καρέ του φωτοφινίς ξεδιπλώνεται η ζωή. Οι απολαύσεις που πρόσφερε το χωριό στα παιδικά μου καλοκαίρια ήταν λιτές, καθημερινές και γήινες. Λίγα σκάμνα ή κεράσια που τα μάζευε η μάνα μου από το χτήμα και μας τα ‘φερνε σ' ένα λατί που στον πάτο του είχε στρώσει κληματόφυλλα. Κομμένες φέτες καρπούζι στο μεσημεριανό τραπέζι με τα ζουμιά του να τρέχουν στο πηγούνι μου, χέρια να κολλάνε από τη γλύκα του βερίκοκου και το απόγιομα -τι ευτυχία- παγωτό από του Τρύπα. Ετούτη η ώρα του παγωτού είχε κάτι ιερό έως μυσταγωγικό. Έκρυβε την μοναχική απόλαυση του δροσερού παράδεισου γιατί κανένας μας δεν ήθελε να το μοιραστεί ούτε για όλα τα βασίλεια του κόσμου. Αφθονία δεν υπήρχε και τίποτα δεν ήταν δεδομένο. Ίσως γι' αυτό να γεύτηκα ως το τελευταίο κύτταρο της παιδικότητάς μου, όλα τα καλούδια που κάποιο χέρι μού έδινε από φροντίδα και νοιάξιμο. Τα κληματόφυλλα στο λατί, η πιο καλή φέτα καρπούζι, το εικοσάρικο για παγωτό κι ύστερα το καθαρό μοσχομυριστό μου φανελάκι και το πλύσιμο των χεριών με Άβα και μια βρεγμένη χούφτα να μου καθαρίζει τα μούτρα με νερό από το πηγάδι για να με δροσίσει. Τα μεσημέρια ο ύπνος ήτανε υποχρεωτικός με άγραφο νόμο των μανάδων και σφραγίδα με βουλοκέρι την απειλή του Μεσημερά. Εμένα το κρεβάτι μου δεν με χωρούσε. Φάνταζε τόσο μικρό μπροστά στη μεγάλη μου λαχτάρα να σεργιανίσω μοναχή μου, να κάνω δικό μου το καθετί γύρω μου. Να νιώσω ότι ψηλώνω ως τον καταγάλανο ουρανό και αγναντεύοντας την απλωσιά να πετάξω πάνω από τη θαλασσιά λεκάνη της Μπενίτσας, να χαιρετίσω βάρκες και καΐκια στα ανοιχτά, να ξεμακρύνω ως το Αχίλλειο και να δροσίσω το κορμί μου με μια βουτιά στα νερά που λαμπύριζαν κάτω από τον μεσημεριάτικο ήλιο, στον Πόντε του Φρουρίου.

Τα μπάνια στο Φρούριο θύμιζαν εκστρατεία. Κάποιες μανάδες και δυσανάλογα πολλά παιδιά –φαίνεται όσες δεν μπορούσανε να ακολουθήσουν στέλνανε τα βλαστάρια τους υπό την κηδεμονία κάποιας γειτόνισσας– μπαίναμε στο πρωινό λεωφορείο για τη χώρα κουβαλώντας τσάντες γιομάτες εφόδια, αλλαξιές με ρούχα, μπρατσάκια, κολατσιό, νερά, κουβαδάκια, σε μια συμμάζωξη με γέλια, φωνές και κλάματα γιατί όλο και κάποιος δεν θα ήτανε «καλό παιδί» και απάνου από την Κοντραφόσα πέφτανε φούσκοι συμπαγείς, βουνίσιοι. Αυτό το γκροτέσκο μαναδοπαιδολόι δεν σκόπευε να κάνει κατάληψη του τελευταίου υψώματος, αλλά πολύ απλά κι ανθρώπινα θέλαμε να κάνουμε ένα ρημαδομπάνιο κι ύστερα όπως όπως να πάρουμε το λεωφορείο από το Σαρόκο και να πάμε σπίτια μας. Εκεί όπου ξέραμε και μας ξέρανε, γιατί όσοι μας μάθανε από τον Πόντε μέχρι τα Μπάνια τ' Αλέκου, όπου φτάνανε οι φωνές μας, δεν θα θέλανε να συνάψουνε φιλίες μαζί μας, ούτε αν ήμασταν οι τελευταίοι άνθρωποι στον πλανήτη κι ύστερα από μας θα χαλούσε η ράτσα. Κάποιοι χωριανοί βρίσκανε την επιλογή του Πόντε πολύ κουραστική και γι αυτό από Κυριακές κατεβαίνανε με τα ποδάρια στη Λαόπετρα. Οι μανάδες μας λέγανε ότι δε μας θέλανε γιατί κάναμε φασαρία και τσου καταριόντανε ενίοτε αλλά μόλις ανεβαίναμε απο τσι γκόγκλες και αφού είχανε γεράσει δέκα χρόνια η καθεμία που γλιτώσαμε από πνιγμούς και  λοιπά δυστυχήματα, τη Λαόπετρα ονειρεύονταν οι δόλιες κι ας μην το μαρτυρούσαν.

Τα καλοκαίρια ζωντάνευε μέσα μου το επιχειρηματικό μου δαιμόνιο. Ήθελα να βγάλω λεφτά. Τα εικοσάρικα για παγωτά μου φαίνονταν λίγα και πολλές φορές η μάνα μου καθυστερούσε να με στείλει στον Αρεστή να πάρω τσόκαρα. Ο Αρεστής ήτανε ο πραματευτής του χωριού. Είχε ένα μαγαζάκι - αποθήκη αλλά κυρίως γυρνούσε από γειτονιά σε γειτονιά φορτώνοντας το γάιδαρο με δυο κοφίνια όπου μέσα αράδιαζε σαγιονάρες πλαστικές, κιλότες, φανέλες, τσιμπιδάκια, ρόμπες, καπέλα και ό,τι έβαζε ο νους και είχε ανάγκη η κάθε χωριανή που είχε φάει μεν τα χέρια της στη λάτρα, αλλά μια ρόμπα εμπριμέ με μαργαρίτες κίτρινες θα ήταν όνειρο. Όσο για το μαγαζί του, ήτανε όλο κι όλο ένας στενόμακρος διάδρομος, με ράφια ως το ταβάνι, όπου στοίβαζε ο Αρεστής το εμπόρευμα. Πολύ μου άρεσε να μπαίνω εκεί μέσα, γιατί πάντα κάτι ψιωνίζαμε, αλλά κυρίως γιατί επικρατούσε πάντα ησυχία, λες και τα τόσα πράματα ρουφούσαν και τον παραμικρό ήχο του έξω κόσμου. Τα αρώματα από καινούριο πλαστικό και βαμβακερό ύφασμα βούλωναν τα ρουθούνια μου και καταλάμβαναν το λιγοστό όγκο του μικρού διαδρόμου. Ο Αρεστής λοιπόν είχε το καλό πράμα. Τα τσόκαρα. Καλοκαίρι χωρίς τσόκαρα, Κυριακή χωρίς παστιτσάδα. Έτρωγα τ' αυτιά τση μάνας μου να μου αγοράσει. «Θα τα χαλάσεις από τώρα. Θα τριφτεί η γόμα από κάτου κι ύστερα θα είναι για ρίξιμο», μου έλεγε κάθε τόσο. «Αφού λοιπόν ο Αρεστής πουλούσε πράματα στο χωριό, θα πουλήσω κι εγώ», σκέφτηκα. Το σχέδιο ήταν απλό. Κάθε καλοκαίρι μας αγοράζανε από του Λυκούδη το βιβλίο «Χαρούμενες Διακοπές», με ασκήσεις και κείμενα, που θα μας προετοίμαζε για την επόμενη τάξη. Εγώ λοιπόν αντί να λύνω ασκήσεις και να σκοτίζομαι καλοκαιριάτικα, έκοβα με το ψαλιδάκι μου τις εικόνες που είχε μέσα και παραμόνευα σε ποια γειτονιά θα κάτσει η γιαγιά μου να κάμει τον κροσέ της και να πει την κουβέντα της και πήγαινα κι εγώ ξωπίσω της. Έβρισκα το πιο καθαρό σκαλί και έβανα στη σειρά τη χάρτινη πραμάτεια μου. Όταν δεν έβρισκα καθαρό σκαλί, σκούπιζα κάποιο με τις χούφτες μου. 
Τότε με συλλάμβανε η γιαγιά μου με την άκρη του ματιού της και με μάλωνε: «Μη βάνεις τα χέρια σου αυτού που κατουρούνε οι σκύλοι». Αυτό που όπου έβανα τα χέρια μου, είχανε προηγουμένως κατουρήσει οι σκύλοι, ποτέ μου δεν το κατάλαβα. Εκ του ασφαλούς λοιπόν πήγαινα εκεί όπου ήτανε και η γιαγιά μου, για να μη με διώξουνε οι υπόλοιπες γριές κακήν κακώς μόλις θα τσου γύρευα και λεφτά από πάνω για ένα κομμάτι ζωγραφιστό χαρτί. Το κόλπο έπιανε και οι δουλειές πηγαίνανε καλά. Ώσπου μια μέρα, ανακάλυψε η μάνα μου το πετσοκομμένο βιβλίο, μου έδωκε δυο τρεις στα πισινά και με ανάγκασε να λύσω όλες τις ασκήσεις με το στανιό. Η αλήθεια είναι πως η άρνησή μου να πιάσω μολύβι μες στο καλοκαίρι ήτανε τέτοια, λες και το είχανε κατουρήσει οι σκύλοι ένα πράμα. Εδώ μάλιστα, ταιριάζει μια χαρά. Δεν υπήρξα υπόδειγμα επιμέλειας και όλο σκάρωνα φασαρίες, αλλά στο παιγνίδι και στην παρέα έδειχνα ευλαβική συνέπεια.
 Οι παρέες αποτελούσαν πάντα μεγάλο κεφάλαιο του καλοκαιριού. Εκείνα τα χρόνια ήμασταν πολλά παιδιά στο χωριό ή εν πάση περιπτώσει, τόσα ώστε να χωράμε σε διθέσιο δημοτικό σχολείο με νηπιαγωγείο παρακαλώ. Ο πυρήνας της παρέας ήμασταν εμείς, οι γνώριμοι του χωριού και κάθε απόγιομα οχυρωνόμασταν στο ξέφωτο του Νίκαντρου, σε ένα ύψωμα στην άκρη του χωριού όπου για μας ήτανε προπύργιο ατελείωτου παιγνιδιού, μέχρι να βραδιάσει και να φανεί από το στενό του Πιέρρη κάποια μάνα με τα χέρια στη μέση –στάση που δε σήκωνε πολλές κουβέντες– κι έτσι παίρναμε το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι, ιδρωμένοι, λίγο σακατεμένοι, αποκαμωμένοι, σκονισμένοι, όμως είχαμε θρέψει για τα καλά το πιο υγιές κομμάτι του εαυτού μας. Την ανεμελιά! Στου Νίκαντρου, κάτω από τις γερασμένες ελιές, ζωντάνευαν στα χέρια μας ακόμα και τα πιο ευτελή υλικά. Στου Νίκαντρου, κάτω από τις γερασμένες ελιές, ζωντάνευαν στα χέρια μας ακόμα και τα πιο ευτελή υλικά. Το χώμα και τα χαλίκια κι ανάμεσά τους ξερά γιόφυλλα, κάποιο παραπεταμένο τσουκάλι ή ένας τρύπιος σίσκλος , όλα τα αξιοποιούσαμε σε κατασκευές με φαντασία χωρίς τελειωμό, χωρίς αύριο. Παραμονές τση Οδήτριας μόνο είχαμε περιορισμό να κάτσουμε ήσυχοι, γιατί μπαίνανε οι επίτροποι τση εκκλησιάς να ευπρεπίσουνε το χώρο για το πανηγύρι στις 23 του Αυγούστου. Ασπρίζανε τσι οχτιές, κόβανε τα χόρτα και στήνανε με τάβλες και ξύλα την εξέδρα για την ορχήστρα. Μέχρι να ξεστήσουνε την εξέδρα, από την επόμενη του πανηγυριού, βρίσκαμε εκεί τον τέλειο χώρο για να παίξουμε ξενοδοχείο. Όλοι χωμένοι κάτω απο τση τάβλες, πελάτες και προσωπικό με παροχή υπηρεσιών υψηλής αισθητικής, μέσα στη σκόνη και τη βρώμα. Όσο περισσότερο μας ταλαιπωρούσε ένα παιχνίδι, τόσο πιο συναρπαστικό γινόταν. Άμα ήτανε και ριψοκίνδυνο, μας προκαλούσε ντελίριο από μια ουσία που λέγεται αδρεναλίνη, αλλά δεν την ξέραμε τότε.

Ο Αύγουστος σηματοδοτούσε πάντα τον ερχομό των φίλων. Το χωριό γέμιζε ξενιτεμένους χωριανούς κι έτσι τα φορτωμένα Ι.Χ τους έφερναν μαζί και από κάποιο φίλο του καλοκαιριού. Η παρέα μεγάλωνε κι άλλο. Οι γειτονιές τραγουδούσαν, στα καντούνια συνωστίζονταν ήχοι από γέλια, ονόματα, τσουγκρίσματα ποτηριών, τριξίματα καρέκλας, παραθυρόφυλλα που άνοιγαν διάπλατα το πρωί, και έκλειναν λιμπρέτα τα μεσημέρια, κάποια κιθάρα με ένα ακορντεόν που ανάσαινε και πάλι, φωνές που έσμιγαν σε τραγούδι, βλέμματα που έσμιγαν σε αντάμωμα. Το χωριό είχε γιορτή. Απλή, καθημερινή και αυθόρμητη. Λίγο κρασί ή ρετσίνα στην κούπα, κάποια μελιτζάνα τηγανητή στο κουρκούτι, λίγο πεπόνι και καρπούζι στο βαθύ πιάτο, όλα αυτά αρκούσαν για να γιομίσουνε τα πεζούλια κάτω από φορτωμένες περγουλιές και με τον γκιώνη μόνιμη και αδιαίρετη συντροφιά οι έγνοιες έφευγαν ή κρύβονταν στην ηρεμία της νύχτας και κάτω από τα φουσκωμένα στήθη από τον κάματο της μέρας οι παλμοί έβρισκαν ρυθμό και κάποια μάτια γέμιζαν από χαρά που ξεχείλιζε μέσα στην κούπα. Εκείνη ξαναγιόμιζε και δώστου πάλι από την αρχή. Κι ενώ οι μαζώξεις και τα πρόχειρα γλέντια έστελναν σήματα ζωής μέχρι πάνω, στην κορφή του βουνού, εμείς ξεκινούσαμε τις περιπλανήσεις μας. Στα πρώτα χρόνια που ξεμακραίναμε από το χωριό, φτάναμε μέχρι τη Μακριαχώρα. Η θέα από το Κόνισμα μας μάγευε. Πόσα χρώματα έντυνε το σούρουπο πάνω από το αψεγάδιαστο ανάγλυφο του νησιού. Εκείνη την ώρα όλο και κάποια χέρια ακουμπούσαν δειλά το ένα το ένα το άλλο, όλο και κάποια κορμιά ριγούσαν ανυποψίαστα, όλο και κάποια μάτια αναζητούσαν ένα βλέμμα στο ημίφως. Εκείνη την ώρα που ο ήλιος βασίλευε, ήμασταν άτρωτοι, εκείνη την ώρα γεννούσαμε ό,τι κυοφορούσαν τόσους μήνες τα εφηβικά κορμιά μας. Τον άφθαρτο, αγνό, σφριγηλό έρωτα. Αργότερα, που κυκλοφορούσαμε με χαρτζιλίκι στην τσέπη και νομίζαμε ότι θα αγοράζαμε με αυτό τον κόσμο όλο, πηγαίναμε ποδαράτοι μέχρι το καφενείο του Λίτση, κοντά στην εκκλησιά του Αη Νικόλα. Οι μεγαλύτεροι φτάνανε πάντα πιο αργά, καβάλα σε παπάκια με κομμένες ποδιές και απαραιτήτως δίχως καθρέφτες.

Ο Λίτσης ήτανε ένας εξηντάρης, πάντα περιποιημένος, στην πένα, γκρίζομάλλης με μια ιδέα από μουστάκι να στριμώχνεται ανάμεσα από το άνω χείλος και τη μύτη του. Το καφενείο του συγυρισμένο, ασβεστωμένο ολόγυρα, με γλάστρες με φουντωτά γεράνια στην εξωτερική διακόσμηση και δυο τρία κάδρα στο εσωτερικό, το ένα με το Ποντικονήσι. Ο κατάλογος καταστήματος διέθετε μετρημένες επιλογές. Παγωτά, αναψυκτικά, υποβρύχιο, λουκούμι, πατατάκια με ρίγανη και από καφέδες, ελληνικός ή νες καφέ φραπές. Αυτό το τελευταίο δεν ήτανε το φόρτε του Λίτση και μέσα από το ποτήρι-σωλήνα διέκρινες το διαυγές μίγμα, σύνθεση που μάλλον δεν ταίριαζε σε καφέ, κανενός είδους. Κάποιοι προχωρημένοι παράγγελναν φραπέ με παγωτό. Ίσως να ήθελαν να δείξουν στους υπόλοιπους ότι γνωρίζουν τις νέες τάσεις της εποχής και μάλιστα συχνάζουν σε μοδάτες καφετέριες με μπαμπού πολυθρόνες και μεγάλους καθρέφτες. Ο γυρισμός από του Λίτση γινόταν μελωδικά. Έντεχνοι στίχοι εναλλάσσονταν με ποπ σουξέ και κάποιες φορές έβγαινε από μέσα μας ο λυρισμός του Χατζηδάκι, η ποίηση του Γκάτσου και η μελαγχολία του Λοῒζου. Στα δεξιά μας το Ιόνιο, στα αριστερά μας το βουνό, πάνω μας το αυγουστιάτικο φεγγάρι και στη μέση εμείς να βαδίζουμε, πιο ελεύθεροι από όσο μπορούσαμε να αντέξουμε. Οι αναμνήσεις του καλοκαιριού ξεπηδούν ζωηρά και κατακλύζουν κάθε αγγείο του εγκεφάλου μου. Μπορώ να γράφω ασταμάτητα, όμως η θάλασσα με προκαλεί. Βυθίζω τα πόδια μου στην άμμο και για φαντάσου! Αυτά μικραίνουν, μικραίνω ολόκληρη και συρρικνώνω τα χρόνια μου. Η μάνα μου με τυλίγει με μια ριγέ θαλασσιά πετσέτα από την "Πειραϊκή - Πατραϊκή". «Έλα πάμε, είναι αργά. Εγόδερες εσήμερα. Αύριο πάλε».


Αύριο; Μα αύριο θα έχω μεγαλώσει. Θα είμαι πια σωστή γυναίκα. Ήθελα να της πω, μα κρατήθηκα. Έβγαλα τη θαλασσιά πετσέτα από τους ώμους μου και τη δίπλωσα τόσο, σαν ένα κομμάτι χαρτί. Μάζεψα όλα μαζί τα καλοκαίρια μου, τα βούτηξα στη γλύκα των φρούτων της εποχής, στη γλύκα της ζωής εκείνης και έκλεισα το Πορτόνι πίσω μου. Αυτό ήταν λοιπόν. 
Ξεκινάμε! Καλό Καλοκαίρι.


Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

Σεισμοί στην Κέρκυρα τον 19ο αιώνα




Και η γη εταράχθη!

Πόση ευλογία μπορεί να έχει ένας τόπος όπως αυτός εδώ άραγε; Με εύφορη γη, με γλυκό, εύκρατο κλίμα, με θάλασσα θερμή και γαληνεμένη, και με τα ηπειρώτικα βουνά απέναντι να κόβουν την ορμή των ψυχρών βόρειων και βορειοανατολικών ανέμων. Τόπος προστατευμένος, απομακρυσμένος κι αόρατος από της φύσης τις ιδιοτροπίες. Μήτε σεισμοί, μήτε καταστροφές, μήτε ανυπόφοροι καύσωνες, μήτε δριμύ κρύο. Από καιρό σε καιρό τη νηνεμία της άνοιξης και του θέρους διακόπτουν μονάχα κάτι μπουρίνια και χοντρά χαλάζια, αποτελέσματα της εκτόνωσης μιας συσσωρευμένης νοσηρής υγρασίας, που ταλαιπωρεί ολοχρονίς τους κατοίκους. Γρήγορα όμως περνούν κι αυτά, καταστρέφοντας βέβαια τις σοδειές κι αφήνοντας τους κατοίκους ενδεείς, μα τον τόπο ολότελα ανέγγιχτο, έτοιμο σαν τον φοίνικα να αναγεννηθεί, να διορθώσει μόνος του το κακό και να αποζημιώσει με τρόπο γενναιόδωρο.
Μονάχα οι αρρώστιες, η επέλαση της πανούκλας και της χολέρας, και στα χωριά οι ελώδεις πυρετοί και η τρομερή πελάγρα[1] τρομάζουν τους νησιώτες εδώ. Α! να μην ξεχνάμε και τους Οθωμανούς. Μόνο με τούτες τις φριχτές ασθένειες και τη βάρβαρη οθωμανική επέλαση μπορεί να συγκριθεί ο πανικός των Κερκυραίων, άμα τύχει και ταρακουνηθούνε έστω και λίγο από τον ξένο γι’ αυτούς Εγκέλαδο. Απορημένοι κι ασυνήθιστοι δεν έχουν ιδέα γιατί το νησί τούς φέρεται έτσι, χάνοντας πραγματικά τη γη κάτω από τα πόδια τους. Ο Μάρμορας αναφέρει για ένα σημαντικό σεισμό που συνέβη το 1650 και προκάλεσε σοβαρές βλάβες στα οικοδομήματα και ιδιαίτερα στο οχύρωμα του Αγίου Αθανασίου, που κατέρρευσε ολοσχερώς: «Εν ω υφίστατο καίριον τραύμα η Οθωμανική Αυτοκρατορία, καταστρεπτικώτατος σεισμός έσεισε την νήσον της Κέρκυρας παραγαγών φόβον και αγωνίαν τοιαύτως ως εάν είχε αναφανή και αύθις αναστηθείς ο κατακτητής Σουλεϊμάν».
Αλλά και αργότερα, το Σεπτέμβρη του 1858, ο περιηγητής Αλμπέρ Μουσσόν, που τυχαίνει να παρευρίσκεται στην κηδεία του επισκόπου των Καθολικών στο νησί, θα σημειώσει στις ανθρωπολογικές του παρατηρήσεις: «[...] η εντύπωση της πένθιμης τελετής εντάθηκε από το γεγονός ότι μετά το πέρας της έγιναν αισθητοί τρεις σεισμοί, εκ των οποίων ο πρώτος ήτανε πράγματι ισχυρός. Οι άνθρωποι έτρεχαν στους δρόμους να προστατευτούν κι έκαναν το σταυρό τους με τον τρόπο που συνηθίζουν οι Ορθόδοξοι, οι καμπάνες χτυπούσαν και κάθε άνθρωπος θεώρησε το ανησυχητικό αυτό φαινόμενο σαν απόδοση φόρου τιμής προς τον νεκρό και σαν ένα προειδοποιητικό σημάδι προς την ανθρωπότητα [...]».

Corfu map,  Andre de Thevet, 1576

Αν επιστρέψουμε πίσω στους αρχαίους συγγραφείς, κανένας δεν αναφέρει συμβάντα σεισμών στην περιοχή του Ιονίου και κανένας ποτέ δεν σημείωσε κάποια μεταβολή στη στάθμη των νερών. Αυτή η έλλειψη πλημμυρίδας και άμπωτης μπορεί να άφησε ανέγγιχτο το σχήμα του νησιού, ταυτόχρονα όμως θεωρήθηκε υπαίτια για τους ελώδεις πυρετούς, αφού τα παράκτια ύδατα, αποκλεισμένα από την επικοινωνία τους με τη θάλασσα, γέννησαν τις ήρεμες αλλά μολυσμένες και πυρετογόνες λιμνοθάλασσες, που βασάνιζαν επί χρόνια τους ανθρώπους της εξοχής.
Η επιφάνεια και το διάγραμμα του ωραίου νησιού δεν μεταβλήθηκε ποτέ από τις μύχιες αναταράξεις της γης, παρά μόνο από τη διαβρωτική ικανότητα της θάλασσάς του και από την υγρή του ατμόσφαιρα. Η απέναντι Ήπειρος και η Αλβανία, και στα νότιά του τα άλλα Ιόνια νησιά θα του στέλνουν σποραδικά τους μακρινούς απόηχους των δικών τους καταστροφών, αφήνοντας όμως πάντα ανέγγιχτες τις ακτογραμμές του.

Η εποχή πριν το 1800

Οι παρατηρήσεις από ιδιωτικά ημερολόγια και από ιστορικούς της εποχής μαρτυρούν πως δεν καταγράφηκαν ιδιαίτερες ζημιές μετά το 1800 και για αυτό στη συλλογική μνήμη του νησιού ο σεισμός έχει καταγραφεί ως μια πολύ μακρινή και σχεδόν άγνωστη σε αυτούς ιδιοτροπία της φύσης. Καταστροφές και θύματα φαίνεται να υπάρχουν μόνο στην προ του 1800 εποχή, όταν ο Εγκέλαδος επισκεπτόταν πιο συχνά το νησί, με τα σεισμικά γεγονότα να έχουν εστία –κατά κύριο λόγο– εκτός Κέρκυρας. Εξάρσεις ήπιων σεισμικών γεγονότων σημειώνονται και στα χρονικά διαστήματα 1819-1825 και 1858-1875, χωρίς όμως θύματα και χωρίς αξιοσημείωτες καταστροφές.
Στις 30 του Γενάρη, το έτος 1723, ημέρα Τετάρτη, αργά τη νύχτα κι ενώ το νησί ήταν σκεπασμένο από χιόνι και ζωσμένο από δριμύ κρύο, έγινε ένας φοβερός σεισμός, που επαναλήφθηκε λίγες μέρες μετά, στις 8 του Φλεβάρη, στις δύο η ώρα τη νύχτα. Η γη σειόταν επί ένα τέταρτο της ώρας, η θάλασσα φούσκωσε απειλητικά και προκλήθηκε ένα μέτριο τσουνάμι (θαλάσσια διαταραχή). Ένα ίδιο τρομακτικό κύμα υψώθηκε και με την ισχυρή δόνηση των 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, μερικά χρόνια αργότερα, το Νοέμβριο του 1732.

Ο μεγάλος σεισμός του 1743 με επίκεντρο την Κέρκυρα

   Μία δεκαετία μετά, το Φεβρουάριο του 1743, ο Εγκέλαδος θα επιστρέψει δριμύτερος, με 7 Ρίχτερ και επίκεντρο πια την Κέρκυρα. Από εκείνο το σεισμό το ανάκτορο του Γενικού Προβλεπτή της Θάλασσας θα καταρρεύσει και η καθολική Αρχιεπισκοπή (η σημερινή Τράπεζα της Ελλάδας) θα υποστεί σοβαρές βλάβες. Τότε σημειώθηκαν και σοβαρές ζημιές στο καμπαναριό της καθολικής Εκκλησίας της Ανουντσιάτας. Τα σιδερένια σημερινά δεσίματά της πιθανόν χρονολογούνται από τον καιρό των επισκευών που έγιναν τότε, ύστερα από εκείνον τον ισχυρό σεισμό. Ίσως γι’ αυτό και, παρά την ολιγωρία στη συντήρησή της, επιμένει να στέκεται όρθια ακόμη και σήμερα.

Strada Reale, Αγνώστου, περ. 1850

   Ο λαός θορυβημένος από την πρωτοφανή ένταση εκείνου του σεισμού θα προστρέξει –κατά το προσφιλές συνήθειό του– για παρηγοριά στον Άγιο του, όπου ύστερα από πρόσταγμα του Μεγάλου Πρωτόπαπα Ιωάννη Βούλγαρη, ο κλήρος θα κληθεί να σημάνει τις καμπάνες των εκκλησιών και να ψάλει την παράκληση του σεισμού με ολονυχτία στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος, λιτανεύοντας ταυτόχρονα και το σκήνωμά του, «όπως ελευθερώση ημάς ο Θεός από κάθε κίνδυνο».
Από τα τέλη Ιανουαρίου έως και τις 5 Φεβρουαρίου του 1786 σημειώνεται μια περίοδος διαδοχικών και σφοδρών σεισμών, στη διάρκεια των οποίων έγιναν μεγάλες και πολλές καταστροφές. Οι συγκεκριμένοι σεισμοί του 1786, αν και όχι οι σφοδρότεροι, φαίνεται να είναι οι πιο φονικοί στην ιστορία του νησιού, πιθανότατα εξαιτίας της διαδοχικότητάς τους, εφόσον τότε καταγράφηκαν 126 νεκροί και δεκάδες τραυματίες.

Πρόσταγμα του Μεγάλου Πρωτόπαπα Ιωάννη Βούλγαρη


Η εποχή μετά το 1800

Αν εξαιρέσουμε τον τρομερό σεισμό του Μάη του 1809, με επίκεντρο την Κονίσπολη, που η έντασή του –όπως επισημαίνει ο Στυλιανός Βλασσόπουλος στις Στατιστικές και Ιστορικές περί Κέρκυρας ειδήσεις– έφερε στη μνήμη των Κερκυραίων τον τρομερό σεισμό του 1743, στα κατοπινά χρόνια η μανία της γης φάνηκε να κοπάζει.
Αισθητές, με επίκεντρο όμως εκτός νησιού, θα είναι και οι δονήσεις του 1819, του 1823 και του 1825. Η πρώτη, κάτω από τη σκιά της επαίσχυντης συμφωνίας Μαίτλαντ – Αλή πασά, που έγινε η αφετηρία του δράματος των Παργινών στο νησί, θα έχει ως αποτέλεσμα να σταματήσει να αναβλύζει η πηγή της Δρυμοπόλεως, στα νότια της Μπενίτσας. Θα αναβλύσει ξανά δυο χρόνια αργότερα. Η δεύτερη δόνηση, δυνατή και καταστροφική, θα λάβει χώρα την ημέρα της Αναλήψεως στην Ήπειρο. Δύο χιλιάδες κατοικίες θα κατεδαφιστούν και ολόκληρος ο πολεμικός αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των σουλιώτικων πέτρινων οικισμών θα αφανιστεί. Ό,τι δεν κατάφερε η δαιμόνια στρατηγική του Αλή πασά τα προηγούμενα χρόνια, το κατάφερε η καταστροφική δύναμη της φύσης μέσα σε λίγα λεπτά.
Δύο χρόνια αργότερα, στις 19 Ιανουαρίου του 1825, ο μεγάλος σεισμός που θα καταστρέψει ολοσχερώς και για δωδέκατη φορά από το 1612 τη Λευκάδα ταρακουνάει με τρόπο ισχυρό και την Κέρκυρα. Εξήντα νεκρούς θρηνεί το μαρτυρικό νησί της Αγίας Μαύρας, που βρίσκεται μέσα στην πλήρη ισοπέδωση. Τον πόνο της καταστροφής των ημερών εκείνων ομολογεί με πάθος κι η πένα του Λευκαδίτη ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη:

Ηκούσθη εν ταυτώ βοή, ωσάν όλας συγχρόνως
παρεκινούσε τας ψυχάς του Άδου μέγας πόνος
ν’ αναστενάσουν· έφθασε το κέντρον της καρδίας
κι εις τους κατοίκους έχυσε πάσης της Λευκαδίας
το χρώμα του ο θάνατος. Το σύνθημα των κλώνων
υπήρξεν αύτη η βοή και η αρχή των πόνων.

1856: Ο Εγκέλαδος τον Σεπτέμβρη και η έκλειψη σελήνης του Οκτώβρη

Την πρώτη του Οκτώβρη του 1856, στις έντεκα το βράδυ, όλοι οι Κερκυραίοι βγήκανε στους δρόμους για να θαυμάσουνε μια σπάνια, μαγική και βαθιά σκοτεινή νύχτα από μια έκλειψη της σελήνης που έγινε ταυτόχρονα με την πανσέληνο και διήρκεσε μέχρι το πρώτο φως της αυγής. Μόλις έντεκα μέρες αργότερα, στις 12 του Οκτώβρη,[2] στο νησί ήχησε ο υπόκωφος θόρυβος μιας εξαιρετικά σφοδρής δόνησης, που κάλυψε όλη τη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου με επίκεντρο το τόξο Κρήτης  – Αιγύπτου και υπήρξε ιδιαίτερα καταστρεπτικός για τη Ρόδο, την Κάσο και την Κάρπαθο. Στις δύο τη νύχτα και μετά το πρώτο σοκ των κατοίκων άρχισαν να σημαίνουν οι καμπάνες όλων των εκκλησιών της παλιάς πόλης. Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους πανικόβλητος και κατευθύνθηκε στον Άγιο, παρακαλώντας γονυπετής τον Κύριο να παύσει το θυμό του. Οι γέροντες στις μετέπειτα αφηγήσεις τους ισχυρίστηκαν πως δεν θυμούνται ποτέ να έκανε τέτοιο σεισμό, μέχρι και οι Άγγλοι στρατιώτες εγκατέλειψαν τους στρατώνες τους και περιφέρονταν μέσα στο φρούριο, και οι Εβραίοι έσπευσαν και αυτοί στις συναγωγές τους για προσευχές. Όμως ήταν σύντομος· αν διαρκούσε περισσότερο, εξαιτίας της σφοδρότητάς του, σίγουρα θα υπήρχαν θύματα και σοβαρές υλικές καταστροφές.
Ο Edward Lear στην τρίτη από τις εννέα επισκέψεις του στο νησί, επιστρέφοντας στο σπίτι του από την καραντίνα στην οποία είχε μπει λόγω υποψίας κρούσματος χολέρας φερμένης από την Κωνσταντινούπολη, το βρίσκει να έχει υποστεί σοβαρές ρωγμές, κατάσταση που τον ανάγκασε να μετακομίσει και να σημειώσει για εκείνη τη δόνηση: « …but everybody was woken up at 2 oclock by the worst earthquake Corfu has known for many years [...] but nobody has been hurt in all the city, & no house fallenthought many old ones are cracked [...]».

Η Κακοσημαδιά του 1858

Στις 6 Σεπτέμβρη του έτους 1858 απεβίωσε ο αρχιεπίσκοπος Λατίνων Carlo Rivelli στις 10 τη νύχτα. Τα μεσάνυχτα τον κατέβασαν στο Duomo. Την επόμενη μέρα τον ετοίμασαν για την κηδεία, φορώντας του τα αρχιερατικά άμφια, ενώ οι Φλάροι έψελναν αδιάκοπα. Οι καμπάνες ηχούσαν πένθιμα και όλα τα πλοία είχαν τις σημαίες τους mezzasta. Στις 8 του τρέχοντος μήνα το πρωί κι αφού περιέλουσαν τη σορό με αρώματα, επειδή είχε αρχίσει η σήψη, πήραν την απόφαση, μετά το μεσημέρι, να κατευθυνθούν στο ιταλικό κοιμητήριο. Αφού είχαν διαβεί ήδη τη Βασιλική Πύλη και πλησίαζαν στην περιοχή της Πλατυτέρας, γύρω στις πεντέμισι το απόγευμα έγινε ένας δυνατός σεισμός, που πολλοί τότε καλοπροαίρετοι τον θεώρησαν σαν απόδοση φόρου τιμής προς τον νεκρό και κάποιοι άλλοι, πιο δεισιδαίμονες, το ερμήνευσαν σαν προειδοποιητικό σημάδι προς την αμαρτωλή ανθρωπότητα, σαν έναν κακό οιωνό. Ο πανικός τους, όπως και να είχε, τους οδήγησε μέσα στο μοναστήρι της Πλατυτέρας, όπου έγινε παράκληση, ενώ εκφωνήθηκε και λόγος από τον Ι. Λούντζη. Ένας μικρός μετασεισμός λίγη ώρα αργότερα δεν φάνηκε να τους ανησυχεί· ήταν ήρεμοι πλέον αφού είχαν αποδώσει τα δέοντα στο θεϊκό στοιχείο.

Σεισμός Αυγούστου 1883

Το καλοκαίρι του 1883 υπήρξε επεισοδιακό. Στις 27 Ιουνίου 1883 σημειώνεται σεισμός με ένταση 6 Ρίχτερ στη θαλάσσια περιοχή νότια και δυτικά της Κέρκυρας, επιφέροντας στο βόρειο Ιόνιο ξαφνική απόσυρση. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, στις 5 Αυγούστου του ίδιου καλοκαιριού, το νησί δονείται πάλι, δημιουργώντας προβλήματα αυτή τη φορά στην παροχή του νερού.
Από την εφημερίδα Φωνή διαβάζουμε ότι η δημοτική αρχή οφείλει να μεριμνήσει γιατί οι επανειλημμένοι σεισμοί των τελευταίων ημερών σε κάποια χωριά που δεν απέχουν πολύ από το υδραγωγείο, είναι δυνατόν να επιφέρουν αλλαγή στο ρου των υδάτων, με συνέπεια τη λειψυδρία. Και άλλοτε, συνεχίζει ο συντάκτης, είχε επισημανθεί η ανάγκη να καθαριστούν και να επισκευαστούν οι δεξαμενές στην πόλη, ώστε να υπάρχει επαρκής ποσότητα νερού σε ώρες ανάγκης και να μην υποστεί η πόλη τις λυπηρές συνέπειες της λειψυδρίας.
 Φαίνεται πως σε τούτο το νησί υπήρχε ανέκαθεν η παράδοση να κωφεύουν οι αρχές στα προειδοποιητικά σημάδια και να αρκούνται σε προσωρινές και πρόχειρες λύσεις, μέχρις ότου να βρεθούν πανικόβλητοι και ανίκανοι μπροστά σε ένα πρόβλημα που είχε ήδη διογκωθεί και είχε γίνει πια εξαιρετικά δύσκολα διαχειρίσιμο.

*Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο έβδομο τεύχος του περιοδικού Πορτόνι

Πέπη Γιάννου

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

·       ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ, Π., Καθημερούσιαι ειδήσεις, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 2000.
·       ΖΕΡΒΟΠΟΥΛΟΣ, Σ., Βλάβες και ζημιές από σεισμούς και άλλες αιτίες στην παλαιά πόλη της Κέρκυρας από τα μέσα του 17ου αιώνα έως σήμερα, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Περιφερειακό Τμήμα Νομού Κέρκυρας, Κέρκυρα 2009.
·       Dr H. HAUROWITZ., Αναμνήσεις από την Κέρκυρα, Καλοκαίρι 1896, εκδόσεις Πιτσίλος, Αθήνα 2016.
·       MOUSSON, A., Κέρκυρα και Κεφαλλονιά, Εκδόσεις Ιστορητής, Αθήνα 1995.
·       ΠΑΡΤΣ, Ι., Η νήσος Κέρκυρα, γεωγραφική μονογραφία, Τυπογραφείο Ναχαμούλη, Κέρκυρα 1892.
·       ΤΣΟΥΜΑΝΗΣ, Κ., Η Κέρκυρα μέσα από τα μάτια των περιηγητών, Εκδόσεις ΕΨΙΛΟΝ, Αθήνα 2010.


[1] πελάγρα: Μορφή λέπρας που παρουσιάζεται κυρίως στην ύπαιθρο, πλήττει σε μεγαλύτερο ποσοστό το γυναικείο φύλο και έχει αποδοθεί στην κατανάλωση καλαμποκάλευρου, που δεν έχει συντηρηθεί σωστά.
[2] Ο Π. Σαμαρτζής ορίζει σαν ημερομηνία του σεισμού την 30ή Σεπτέμβρη, ενώ ο Ι. Παρτς την 12η του Οκτώβρη. Η διαφορά στην ημερομηνία πιθανότατα οφείλεται στο παλαιό και το νέο ημερολόγιο.