Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

Καρναβάλι: Μια γιορτή στη Χώρα και στην ύπαιθρο της Κέρκυρας (15ος-19ος αιώνας) — Δρώμενα, αντιθέσεις και κοινωνικές αντιπαλότητες



 Αν κάτι κληρονόμησαν οι Κερκυραίοι από τη μακραίωνη βενετική κυριαρχία, πέρα από μια κοινωνική και πολιτική σταθερότητα, που την επέβαλε η ιστορική αναγκαιότητα, είναι η συνεχής διάθεση για γιορτή, κάνοντάς τη σχεδόν τρόπο ζωής, ακόμα κι όταν τα πράγματα πήγαιναν da mal in pezo (από το κακό στο χειρότερο). Τη διάθεση αυτή, σύμφυτη εξάλλου με την ανθρώπινη φύση, φρόντισε να την εκμεταλλεύεται και να την υποδαυλίζει υπογείως η πανούργα Γαληνοτάτη, χρησιμοποιώντας την έντεχνα ως εργαλείο αντιπερισπασμού στην πάγια τακτική της να διατηρεί τις αποικίες της σε πνευματικό σκοτάδι. Επέδειξε λοιπόν, τόσο από παράδοση αλλά και λόγω στρατηγικής, θρησκευτική ανοχή στους υπηκόους της, παρέχοντάς τους επιπλέον και μια ψευδαίσθηση ελευθερίας, κυρίως με το να επιτρέπει τη συμμετοχή τους στα κοινά. Αυτή η επίπλαστη αίσθηση της συνδιαμόρφωσης της πραγματικότητας άφηνε και τις δυο πλευρές ικανοποιημένες κι εξασφάλιζε και μια σχετική κοινωνική σταθερότητα.
Στην ίδια λογική, αλλά με σκληρότερους όρους —διατηρώντας όμως το ίδιο ευφορικό κλίμα της γιορτής των προκατόχων τους— θα κινηθούν αργότερα και οι Άγγλοι αποικιοκράτες, βρίσκοντας ήδη στα Επτάνησα μια κοινωνία με άρτια δομή όσον αφορά την εξασφάλιση των συμφερόντων τους κι επιδιώκοντας αδιάκοπα την άσκηση μιας πολιτικής για τη διατήρηση αυτής της κατάστασης. Ο Ι. Τυπάλδος μας δίνει την εξής πληροφορία: «Η Αγγλία ηργάσθη εν κρυπτώ, μετά μεγάλης υπομονής και τέχνης, εις το να διαιρέση τους κατοίκους των χωρίων από των αστών, ν’ αυξήση την υφέρπουσαν αντιζηλίαν και να ριζώση το μίσος μεταξύ των διαφόρων τάξεων.»
Συνεπώς διαμορφώθηκε στο πέρασμα του χρόνου μια απόλυτα αντιθετική εικόνα υπαίθρου και πόλης, αλλά ακόμα και μέσα στα όρια του άστεως θα υφέρπει πάντα η αντιπαλότητα ανάμεσα στη νεοανερχόμενη κι εύρωστη τάξη των αστών και στη βαθιά στον χρόνο ριζωμένη τάξη των ευγενών. Η γιορτή, ειδικότερα το καρναβάλι, ως μέγιστο κοινωνικό γεγονός της επτανησιακής ζωής και μοναδικός συνεκτικός κρίκος όλων των κοινωνικών τάξεων για εκείνη την περίοδο θα είναι πάντα ο κατεξοχήν χώρος ανάδυσης αυτών των αντιθέσεων.




ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΣΤΗ ΧΩΡΑ

Από τη Λέσχη στο Θέατρο

Όταν αποπερατώθηκε το Σαν Τζιάκομο το 1693, η Στοά (Loggia) λειτούργησε αρχικά ως χώρος συναναστροφής των ευγενών, κατά το πρότυπο πάντα της μητρόπολης. Η ψυχαγωγία στη Λέσχη ήταν μια καθαρά αντρική υπόθεση, διανθισμένη με ανούσιες, πληκτικές συζητήσεις, ανάμεσα στους καπνούς των πούρων, τη μυρωδιά του αχνιστού καφέ και την ανάγνωση των εφημερίδων της εποχής. Την πλήξη επέτειναν η ρητή απαγόρευση της έκφρασης πολιτικών απόψεων και η παντελής απουσία του γυναικείου φύλου στον χώρο.
Η κατάσταση έμελλε ωστόσο να αλλάξει, αφού η διάχυτη αίσθηση μιας σταδιακής παρακμής της Γαληνοτάτης —που όμως ερχόταν καλπάζοντας, ειδικά μετά την πτώση του Χάνδακα (1669)— φαίνεται να αντισταθμίστηκε με τη στροφή στη δημιουργία ενός άλλου τύπου χώρων ψυχαγωγίας τόσο στην ίδια τη Βενετία, αλλά και στις αποικίες της. Υπό αυτή την υπόγεια και πάγια τακτική της μητρόπολης, μετατράπηκε η Λέσχη σε θέατρο, με στόχο να αποσοβηθεί κυρίως ο κίνδυνος των ανατρεπτικών ιδεών που πιθανότατα θα γεννιούνταν, παρά την απαγόρευση, μέσα στο θερμό κλίμα των ελεύθερων συζητήσεων στη Στοά.
Το θέατρο βρήκε στα Επτάνησα και στην ψυχή των πολιτών τους ένα εξαιρετικά γόνιμο περιβάλλον κι έμελλε να ριζώσει μέσα από μια αδιάκοπη και ανοδική διαδικασία εξέλιξής του.
Τα έργα ξεκινούσαν ήδη από τον Οκτώβρη και κορυφώνονταν την Κυριακή της Κρεοφαγίας. Ήταν κυρίως ιταλόφωνες οπερέτες από αμφιλεγόμενους κι εκκολαπτόμενους θιάσους, με ρεπερτόριο Βέρντι, Ροσσίνι και Ντονιτσέττι, κι ενώ προβλέπονταν και θέσεις για το κοινό από τα χαμηλά λαϊκά στρώματα, αφού η τιμή του εισιτηρίου δεν ήταν απαγορευτική, το φράγμα της γλώσσας αποθάρρυνε την είσοδο του λαϊκού κοινού, δεδομένου ότι αδυνατούσε να αφομοιώσει τα έργα, είτε ως απλά λαϊκά μυθιστορήματα, είτε ως μέσα εθνικών διεκδικήσεων.
Οι Βενετσιάνοι αξιωματούχοι και οι τοπικοί άρχοντες απολάμβαναν τα θεάματα από την πλατεία και τα θεωρεία, οι ευγενείς χωρίς αξιώματα έβρισκαν τη θέση τους στο μεσαίο τμήμα του υπερώου, ενώ στα δυο ακραία, στενόχωρα τμήματα στέκονταν όρθιοι, εφόσον δεν υπήρχαν καθίσματα τουλάχιστον μέχρι το 1831, οι έμποροι και οι πλούσιοι μεγαλοαστοί, μια βαριά ταπείνωση, για την οποία όμως θα έπαιρναν σύντομα την ανελέητη εκδίκησή τους.
Οι άνθρωποι του λαού είχαν, όπως προαναφέρθηκε, το δικαίωμα εισόδου, πάντα όμως υπό τους απαράβατους όρους της καθαριότητας και της καλής ένδυσης, ενώ από τις γυναίκες μόνο οι παντρεμένες μπορούσαν να παρακολουθήσουν τα έργα διακριτικά, πίσω από τα δικτυωτά παραπετάσματα, τις loges grilles. Με το πέρασμα του χρόνου, και ειδικά από τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν μοιάζει να αλλάζει η θέση της γυναίκας στην ευρύτερη λεκάνη της Μεσογείου, το κατώφλι του θεάτρου μπορούσαν να διαβούν και οι ανύπαντρες, αλλά πάντα με τη χρήση προσωπίδας.

Θέατρο San Giacomo 


Μάντσια και καβαλκίνες

Οι θεατρίνες με την άφιξή τους στο νησί φρόντιζαν να δημιουργούν φιλίες για να εξασφαλίσουν προστάτες, κυρίως για να συγκεντρωθεί το ποσό (μάντσια) για την οικονομική τους ενίσχυση. Μονόφυλλα της εποχής μαρτυρούν τον θαυμασμό ή ακόμη και το συναισθηματικό δέσιμο των προστατών με τις θεατρίνες. Ποιήματα συνοδευμένα από τεράστιες ανθοδέσμες και δώρα έφταναν στα καμαρίνια τους από διάφορους επίδοξους προστάτες, που ανταγωνίζονταν σκληρά για την εύνοια της εκάστοτε πρωταγωνίστριας. Οι ανταγωνισμοί αυτοί συχνά έπαιρναν τη μορφή σοβαρών ρήξεων, οπότε σταδιακά σταμάτησαν και αντικαταστάθηκαν με τις καβαλκίνες, χοροεσπερίδες μεταμφιεσμένων που τις οργάνωνε η ίδια η θεατρίνα και καθένας έριχνε την εισφορά του σε ένα καλάθι στο τραπέζι της εισόδου του θεάτρου, με μοναδικό αντάλλαγμα μια τυπική ρεβερέντσα. Τα ποσά που συγκεντρώνονταν δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητα.


Στο νέο θέατρο

Η μακρά περίοδος της Αποκριάς στην Πόλη, ως αναπόσπαστο μέρος της κοινωνικής ζωής των ανώτερων στρωμάτων, θα περιστρέφεται πάντα γύρω από το θέατρο, που θα γίνει πλέον, μετά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, σύμβολο επίδειξης του συγκεντρωμένου χρήματος από την υπερδραστηριότητα των αστών, υποδαυλίζοντας το μένος της παλιάς, οκνηρής κι αμήχανης πλέον αριστοκρατίας και τονίζοντας εμφατικά τη μειονεκτική της θέση.
Στα τέλη του αιώνα οι φιλόμουσες απαιτήσεις των Κερκυραίων ασφυκτιούσαν στο μικρό θέατρο· αποτέλεσμα της παράδοσης που εξέθρεψε το Σαν Τζιάκομο με την ιταλική κωμωδία, τους αρλεκίνους και τα ηρωικά λυρικά έργα ήταν να γιγαντωθεί το ενδιαφέρον των Κερκυραίων για την όπερα, που ουσιαστικά οδήγησε στην οικοδόμηση του νέου πολυτελούς θεάτρου, με εναρκτήριο έργο τον Δεκέμβρη του 1902 την όπερα Λόενγκριν του Βάγκνερ. Σε αυτό το θέατρο, που παράλληλα είναι και το σκηνικό κοινωνικοπολιτικών μεταβολών, είναι που οι αστοί θα ανυψώσουν το γόητρό τους, και σε αυτό το θέατρο οι ευγενείς θα κατανοήσουν με βαθιά πικρία το πέρασμα σε μια άλλη εποχή, που δεν τους περιλαμβάνει και που συχνά δεν μπορούν να την ακολουθήσουν.
Την εναρκτήρια μέρα της λειτουργίας του θεάτρου η αγορά της Πόλης βρισκόταν σε πλήρη αναβρασμό, τα μαρκαντικά και τα ραφεία δεν προλάβαιναν τις παραγγελίες και οι μικροαστές νοικοκυρές είχαν βγει στους δρόμους πουλώντας τα χρυσαφικά τους και άλλα αντικείμενα αξίας για να εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή εμφάνιση και το πολυπόθητο εισιτήριο εισόδου στην όπερα. Για παράδειγμα, φημολογείται ότι εκείνη τη μέρα αγοράστηκαν 150 ζευγάρια ακριβά γάντια «Μονόπολες» (μακριά μαύρα γάντια ως το μπράτσο με κομμένες τις άκρες των δακτύλων) από το κατάστημα του Τεμπονέρα, που ήταν πασίγνωστο την εποχή εκείνη για τα γάντια, τα καπέλα και τις στολές καρναβαλιού.
Η σημειολογία του χώρου είναι αποκαλυπτική: Η κάθε σειρά αριθμούσε 20 θεωρεία, οι μισθώσεις των οποίων γίνονταν κατά κανόνα εναλλάξ (τούρνο) κάθε δεύτερη μέρα σε όλο το διάστημα παραμονής του θιάσου. Τα θεωρεία της δεύτερης σειράς μισθώνονταν πάντα στις παλαιότερες οικογένειες της πόλης, σε αντίθεση με εκείνα της πρώτης, που μισθώνονταν σε γνωστούς εμπόρους και επαγγελματίες (πρώτα το χρήμα, μετά το όνομα) — μην ξεχνάμε ότι ήδη από την πρώιμη περίοδο της αγγλοκρατίας οι ευγενείς έχαναν αργά αλλά σταθερά έδαφος, γι’ αυτό και επεδίωκαν επωφελείς γάμους με αυτούς της πρώτης θέσης, τους αστούς, περιφρονώντας τους ωστόσο βαθύτατα.

Δημοτικό Θέατρο Κέρκυρας

Οι διαβαθμισμένες θέσεις της πλατείας ήταν ο ιδανικότερος χώρος για την επίδειξη του νεοαποκτηθέντος πλούτου μέσω της ούλτιμας μόδας, με μουσελίνες, σκαρπίνια, καπελίνια, μπράδες και μεταξωτά από τα εβραϊκά μαρκαντικά να παρελαύνουν μέσα στους κατάφωτους διαδρόμους του θεάτρου και κάτω από τους κρυστάλλινους πολυελαίους, διεγείροντας φθονερά ή λάγνα βλέμματα. Το καρναβάλι στο θέατρο, ως κοινωνικό γεγονός που καταργεί τους τύπους των υπόλοιπων ημερών του χρόνου κι επιβάλλει μια θερμότερη και περισσότερο εγκάρδια κοινωνικότητα, επέτασσε και την ανταλλαγή επισκέψεων των θεωρειούχων στα μακριά διαλείμματα των παραστάσεων. Οι επισκέψεις αυτές, που συνοδεύονταν είτε με αβρά χειροφιλήματα είτε με διακριτικές ή περισσότερο τολμηρές φιλοφρονήσεις, είχαν απώτερο σκοπό το ξελόγιασμα ευυπόληπτων κυριών ή απλά το διακριτικό φλερτάρισμα με χαμηλοβλεπούσες δεσποσύνες. Εκεί, αλλά και από μακριά με τα κιάλια, κατά τη διάρκεια της παράστασης, σαν βέλη εκτοξεύονταν οι φλογερές ματιές των ερωτευμένων και τα πειράγματα, με τα σημαδεμένα ριξίματα της σερπαντίνας από το ένα θεωρείο στο άλλο, και πλέκονταν ειδύλλια αληθινού ή και ψεύτικου πάθους, μέσα στην αχλή των γαλλικών αρωμάτων και των βαριά μακιγιαρισμένων προσώπων. 
Εκτός από τους χορούς στις λέσχες και στο θέατρο, οι εκάστοτε προβλεπτές και αργότερα οι αρμοστές παρέθεταν πάντα χορό στο ανάκτορο του Φρουρίου, όπου όχι σπάνια ήταν προσκεκλημένοι και εκπρόσωποι του ορθόδοξου και καθολικού κλήρου, πάλι κατά το πρότυπο της Γαληνοτάτης. Εξάλλου η Βενετία, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ιστοριοδίφης Γ. Αθανάσαινας, ήταν ο μόνος χριστιανικός τόπος όπου μπορούσαν ανενόχλητοι «παπάδες και καλόγεροι να μεταμφιέζονται στα καρναβάλια, να διατηρούν ερωμένες, να εμφανίζονται επί σκηνής και να κάνουν ό,τι τους άρεσε, αρκεί να μην έχωναν τη μύτη τους σε υποθέσεις του κράτους».
Η Γαληνοτάτη είχε πράγματι προνοήσει για όλα.


Στους δρόμους και στα καπηλειά

Στα καντούνια και στα πλακόστρωτα στροβιλίζονταν χωρίς διάκριση σε ένα πολύχρωμο γαϊτανάκι άντρες και γυναίκες, τραγουδώντας και μπαινοβγαίνοντας στις ταβέρνες, συνεπαρμένοι όλοι από την ελευθερία που χάριζε η Αποκριά. Ήταν εξάλλου η μόνη περίοδος του χρόνου που οι γυναίκες έβγαιναν από το σπίτι και συμμετείχαν στις γιορτές και στους οργανωμένους χορούς, μεταμφιεσμένες σε «μάσκαρες», συγχρωτισμένες με τους άντρες, τους «ντετόρους», που κατανάλωνα αυτήν την περίοδο μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και συχνά παρεκτρέπονταν.
Τόσο συνυφασμένο ήταν το καρναβάλι με τους κατοίκους, που συχνά η μάσκα επιτρεπόταν όλο τον χρόνο, επειδή όμως γινόταν κατάχρηση του εθίμου, οι κατά καιρούς προβλεπτές και αργότερα η Εκτελεστική Αστυνομία των Άγγλων, για ευνόητους λόγους, το απαγόρευαν σε μη εορταστικές μέρες.
Οι Άγγλοι φάνηκαν ακόμα πιο αυστηροί, αφού κάποιες φορές η Εκτελεστική Αστυνομία, το κύριο όργανο της επιβολής του ελέγχου τους στα Επτάνησα, κοινοποιούσε αποφάσεις σε μονόφυλλα που απαγόρευαν τη μάσκα ακόμα και την περίοδο της Αποκριάς, ειδικά όταν τα ήθη εκτραχύνονταν επικίνδυνα, απειλώντας την ευρυθμία και την ισορροπία της κοινωνικής ζωής, φαινόμενο καθόλου σπάνιο για την καταπιεσμένη και ατίθαση φύση των Επτανησίων.
Η σάτιρα στην Πόλη δε γνώριζε όρια, πρόσωπα διακεκριμένα και γνωστά γίνονταν στόχος στα ανηλεή πειράγματα των μασκοφόρων και αντικείμενα γέλιου, συχνά και προσβολών, όπως τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου τη χρονιά που πάρθηκε η απόφαση να κατεδαφιστεί η Πόρτα Ρεάλε.
Μέσα στις πολύβουες ταβέρνες, στην αποφορά του κρασιού και του ανθρώπινου ιδρώτα, παιζόταν από άντρες και γυναίκες το τυχερό, θορυβώδες παιχνίδι της «Μόρας», βενετσιάνικο κατάλοιπο στα νησιά ως τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Εν είδει αναβίωσης και του μεσαιωνικού ιπποτικού σκηνικού, κάθε τελευταία Κυριακή του καρναβαλιού διεξάγονταν και ιππικοί αγώνες (giostre), ένας ανάμεσα στους νέους των οικογενειών του Συμβουλίου της πόλης και ένας ανάμεσα σε στρατιώτες, στην περιοχή του Παλαιού Φρουρίου. Οι εκπρόσωποι των αρχών καθώς και κυρίες, που όμως έφεραν μάσκα τον 17ο αιώνα, παρακολουθούσαν τον αγώνα από το γνωστό αρχοντικό Ρίκκη στην οδό Μουστοξύδου, πάνω σε πορφυρά μαξιλάρια, μέσα στον έντονο διάκοσμο της πόλης.
Όπως και να ’χει, το καρναβάλι είναι η περίοδος που ευγενείς και απλός λαός αναμειγνύονται, ενωμένοι στην αστειότητα και στην αθυροστομία, με μοναδικό διακριτικό σημάδι την αποκριάτικη ενδυμασία, που επιβάλλει στους ευγενείς, άντρες και γυναίκες, μαύρο μεταξωτό μανδύα, κουκούλα, τρικαντό, άσπρη μάσκα για τους άντρες και μαύρη για τις γυναίκες.


ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ

Όλα αυτά εκτυλίσσονται στο λαμπερό και πολύχρωμο σκηνικό της πόλης, που μοιάζει να αγνοεί τη γειτονική γκρίζα και φτωχή ύπαιθρο, απόλυτα ξεκομμένη και απομονωμένη μέσα στους ελαιώνες και τα αμπέλιά της, η οποία, διατηρώντας την ελληνικότητά της, γιορτάζει την Αποκριά διονυσιακά, με ψιμύθια, γανιές, κουρέλια, κυνηγητά με στάχτες, ολονύχτια γλέντια στις γειτονιές και εδέσματα επιβαλλόμενα από την ακλόνητη ορθόδοξη πίστη του θεοφοβούμενου χωρικού.
Κι ενώ στην Πόλη τα τραπέζια γεμίζουν με ταψιά από γαλατόπιτες και τόρτες (μικρά τετράγωνα γλυκά με κανέλα και κρέμα πατισερί, σκεπασμένα με πασταφρόλα σε σχήμα μαργαρίτας), πλούσια βενετσιάνικα παστίτσια και μπουρντούνια (λουκάνικα με αίμα χοιρινού τηγανισμένα), τα τραπέζια της υπαίθρου, φτωχικά όλο τον χρόνο, πασχίζουν να φορτωθούν κι αυτά με ό,τι τους δίνει η γη, τα ζώα τους και η θάλασσα — μπακαλιαρόπιτες, κουκούγεροι, τυρόπιτες, ρυζόγαλα αλμυρά, πίτες με γάλα προβατίνας, αυγά και ρύζι, ακόμα και το σπάνιο για το τραπέζι του χωρικού λαδοτύρι. Όλα αυτά ήταν φυσικά μια εξαιρετικά σπάνια παρένθεση γαστριμαργικού ξεφαντώματος στα ενδεή και λιτά γεύματα των υπόλοιπων ημερών του χρόνου, που λάβαινε χώρα αποκλειστικά και μόνο τις Στρυνές (Κυριακή της Τυρινής), ενώ το μασκάρεμα γινόταν μόνο εκείνο το απόγευμα, γιατί το καρναβάλι ως μεγάλο σε διάρκεια εορταστικό γεγονός, όπως ήταν γνωστό στην πόλη, ήταν παντελώς άγνωστο στα χωριά.

Καρναβάλι στους Αυλιώτες

Εκείνες τις λίγες απογευματινές κυριακάτικες ώρες δινόταν το σύνθημα να απελευθερωθεί η καταπιεσμένη ολοχρονίς φύση του χωρικού, που στέναζε κι ασφυκτιούσε κάτω από το συνεχές βάρος για την εξασφάλιση της επιβίωσης. Αποκριάτικες σατιρικές παραστάσεις με παρόμοιες κάθε χρόνο εμπνεύσεις, που άλλαζαν μόνο στη λεπτομέρεια από χρονιά σε χρονιά. Κρασοκατάνυξη, φαλλικά ομοιώματα, βωμολοχίες και άσεμνες κινήσεις σπάνε ευκαιριακά τα ταμπού της γενετήσιας πράξης. Ο κωλοδαρτός χορός της περιοχής Γύρου, παρά την ελαστικότητα και την ανοχή στη χαλαρότητα των ηθών τη συγκεκριμένη περίοδο, έφτασε να απαγορευτεί ρητώς από τον μέγα πρωτόπαπα Ιωάννη Βούλγαρη κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα εξαιτίας της υπερβολικής ελευθεριότητάς του. Μετά την Ένωση στα τοπικά έθιμα αναμείχθηκαν και προσαρμόστηκαν στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής και στοιχεία από την υπόλοιπη Ελλάδα — ο χορός του πιπεριού, οι κουδουνοφόροι Βλάχοι, ο άνθρωπος που τρώει μακαρόνια από ουροδοχείο κ.ά.
Φυσικά οι γυναίκες αποκλείονται αυστηρά από όλο αυτό το διονυσιακό κλίμα, δεν παύουν όμως να εφευρίσκουν δικούς τους τρόπους εκτόνωσης. Συναθροίζονται σε σπίτια, λουτρουβιά και υπόγεια, σκαρώνοντας πικάντικα ποιηματάκια και ιστορίες, μεταβάλλοντας ακόμα και αυτή την καθημερινότητα του κουτσομπολιού, που τώρα γίνεται πιο αιχμηρό και σκληρό, με κύριο στόχο τις αμαρτωλές και τις ανοικοκύρευτες, τον καμπούρη και τον τρελό του χωριού. Η Αποκριά και το ελευθέριο στοιχείο της στην ύπαιθρο φέρνουν στο φως την πιο ακατέργαστη φύση της χωρικής, φτάνουν στον πυρήνα μιας καρδιάς γεμάτης από πικρία για το άδικο που συσσωρεύεται πάνω της εδώ και αιώνες.


Τα Κούλουμα

Την επομένη, τη Σταχτοδευτέρα, τα Κούλουμα, από το λατινικό cumulus, που υποδήλωνε τον τρόπο που κάθονταν οι χωρικοί στο χώμα της υπαίθρου, δεν ήταν ποτέ αργία. Πήγαιναν οι χωρικοί στη δουλειά τους με ψωμί, ελιές και σκόρδο, και το μεσημέρι μετά τη δουλειά τρώγανε όλοι μαζί καθισμένοι cumulus στους κάμπους, με τραγούδια και μουσικές με ρίζες βαθιά στο Βυζάντιο και στην αρχαιότητα. Σταχτοδευτέρα ονομάστηκε γιατί το έθιμο πρόσταζε να παίζουν σταχτοπόλεμο, κυνηγώντας και λερώνοντας ο ένας τον άλλον, ευχόμενοι μέσα σε κλίμα διονυσιακής ευφορίας «εις έτη πολλά», και η στάχτη, με τη σημειολογία του γκρίζου της χρώματος, υποδήλωνε τη μακριά περίοδο της εγκράτειας και του πένθους.


Απόηχοι αυτών των διαφορών και αντιθέσεων μεταξύ πόλης και υπαίθρου, επιβιώνουν αχνά μέχρι και σήμερα, ως χρόνια ριζωμένη νοοτροπία. Κόντηδες και κόμισσες βολτάρουν στη Σπιανάδα με μια υποψία νοσταλγίας για άλλες εποχές, και από την άλλη τρομακτικά μασκαρεμένοι κραυγάζουν και βωμολοχούν πάνω σε πρόχειρα κινούμενες κατασκευές στα χωριά.
Ούτως ή άλλως η Κέρκυρα ήταν πάντα ένα συνονθύλευμα αντιθετικών εικόνων, γι’ αυτό άλλωστε ήταν και είναι τόσο γοητευτική.

Πέπη Γιάννου 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αγιούς Αντώνιος, Οδοιπορικό στην παλιά Κέρκυρα, Κέρκυρα 2004.
Ανωνύμου, «Παληά καρναβάλια της Κέρκυρας», στο Κερκυραϊκά Νέα 1592, Μάρτιος 1985, σ. 9.
Αθανάσαινας Γεώργιος, 1537, η πολιορκία της Κέρκυρας από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή και τα ταξίδια του Σαιν Μπακάρ στις ελληνικές θάλασσες, Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα 2008.
Γιάννου Πέπη, Δημογραφική αποτύπωση της ιονικής βιβλιογραφίας: Διοικητικά και λόγια κείμενα του 19ου αιώνα, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα 2015.
Λάσκαρι Νινέτα, Μια ματιά μέσα στο χρόνο (1204-1864), Ποταμός, Αθήνα 2016.
Μαυρομούστακος Πλάτων, «Το θέατρο Σαν Τζιάκομο και η θεατρική ζωή της Κέρκυρας»,στο Κέρκυρα: Ιστορία, Αστική ζωή και Αρχιτεκτονική, 14ος-19ος αιώνας (πρακτικά συνεδρίου), Κέρκυρα 1994, σ. 74-76.
Νικηφόρου Αλίκη, «Η μεταμόρφωση του αστικού στις δημόσιες τελετές κατά τη βενετική περίοδο», στο Κέρκυρα: Ιστορία, Αστική ζωή και Αρχιτεκτονική, 14ος-19ος αιώνας (πρακτικά συνεδρίου), Κέρκυρα 1994, σ. 66-67.
Προγουλάκης Γιώργος, Ανάμεσα στην τιμή και στο χρήμα, Η Κέρκυρα στα χρόνια της αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τραπέζης, Αθήνα 2003.
Σγούρου Κρόκου Μαρία, Η Κέρκυρα που έφυγε, Απόστροφος, Κέρκυρα 2002.
Τσουμάνης Κώστας, Η Κέρκυρα μέσα από τα μάτια των περιηγητών, Έψιλον, Αθήνα 2010.
Χρυσικοπούλου Κωνσταντίνα, Το θέατρο στην Κέρκυρα, Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα 2015.
Χυτήρης Γεράσιμος, Τα λαογραφικά της Κέρκυρας, Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα 1991.