Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020

Περιοδικό Πορτόνι: Σοφία Χουδαλάκη: Η Μεγάλη Γιορτή του Μάη στο Feudo...

Περιοδικό Πορτόνι: Σοφία Χουδαλάκη: Η Μεγάλη Γιορτή του Μάη στο Feudo...:     Παίρνει την ανάσα της δυνατά, φτάνει το μυρωμένο αέρα στα κατάβαθά της. Ανοίγει αργά τα δυο της χέρια σηκώνοντάς τα προς την ανατολ...

Σοφία Χουδαλάκη: Η Μεγάλη Γιορτή του Μάη στο Feudo Gianello delli Habitabuli



    Παίρνει την ανάσα της δυνατά, φτάνει το μυρωμένο αέρα στα κατάβαθά της. Ανοίγει αργά τα δυο της χέρια σηκώνοντάς τα προς την ανατολή, σε μια στάση θρησκευτικής ικεσίας. Ξημερώνει η Πρώτη του Μάη,  η μέρα της Μεγάλης Γιορτής και μυρίζει ετούτο το χάραμα θυμάρι και ρίγανη. Μυρίζει και εκείνη βρόχινο νερό και μουσκεμένο χώμα. Γέρνουν τα βλέφαρά και αφήνουν το πρόσωπο της στο έλεος του ήλιου. «Δώσε μου», του ψιθυρίζει η καρδιά της «Ήλιε δώσε μου τη ζέστη σου, να λιώσουν από τα μαλλιά μου οι χειμώνες, να σπάσει η σκοτεινιά». Και ο Ήλιος μπαίνει καβαλάρης μέσα στον καταυλισμό των Αθίγγανων, τραβάει με βία τα πανιά και τα κουρέλια που τους σκεπάζουν και φέρνει στα ρουθούνια των αντρών τη μυρωδιά του κυπάρισσου και του γυναικείου κόρφου. Είναι πιο πολύ από Πάσχα και Χριστούγεννα μαζί. Είναι πιο πολύ από Ευαγγελισμό και Δεκαπενταύγουστο. Είναι η άγρια χαρά της επιστροφής της Περσεφόνης στη γη, είναι η ζέστα των κορμιών που ιδρώνουνε τις νύχτες, είναι η γέννα της ζωής. Είναι η μεγαλύτερη γιορτή του χρόνου στο Φέουδο των Αθιγγάνων.

   Εκείνη τρέχει, χώνει τα γυμνά της πόδια στη λασπωμένη γη και ακούει το καρδιοχτύπι της πέτρας στις άκρες των δακτύλων της. Τρέχει να πιάσει τον Ήλιο, να ανέβει στο κόκκινο άλογό του και να βγει ψηλά, πάνω από τα ταπεινά καταλύματα της φυλής, πάνω από το φέουδο του «Gianello delli Habitabuli». Ξέπνοη κυλιέται στο νιό χορτάρι, τραβάει με λαχτάρα το κορμί της τη δροσιά της γης, ξεδιψά και φουσκώνει το εφηβικό της στήθος και γίνεται ένα με τα λουλούδια και τα χορτάρια. Νιώθει τ’ αφράτα χώματα να της χαϊδεύουν την πλάτη, να βγάζουν οι ώμοι της ρίζες στη γη, στη γη που ξέρει πως δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει πραγματικά δική της. Είχε πια μεγαλώσει και ήξερε. Έβλεπε τους δικούς της να σηκώνονται τις υγρές κρύες νύχτες για να πάνε στα χωράφια. Τους έβλεπε να τρυγάνε τ’ αμπέλια και να στέλνουν στον άρχοντα το «κοφινιάτικο»[1]. Να μαζεύουν τις ελιές  με τα γυμνά τους χέρια μέσα στις λάσπες. Να αναθρέφουν τα ζωντανά, κότες, πρόβατα, κατσίκες και να τα πηγαίνουν πληρωμή. Έβλεπε τα χέρια του πατέρα της να ξεραίνονται σαν τα κούτσουρα και τα μάτια της μάνας της να βουλιάζουν κάθε μέρα πιο πολύ στις βαθιές αγωνίες. Από τότε που μπορούσε να θυμηθεί, μόνο μια ήταν η κουβέντα των ανθρώπων της «…να μπορέσουμε να μαζέψουμε την πλερωμή του αφέντη…».
   Στον παιδικό της νου, αυτός ο αφέντης είχε γίνει μια ασήκωτη σκιά που περπατούσε τις νύχτες ανάμεσα στα τσαντίρια των δικών της, περιδιάβαινε το φέουδο των Αθιγγάνων και έψαχνε για το λάδι, για το κρασί, για το στάρι τους. Πριν καταλάβει τι ήταν η ζωή, είχε τη γνώση του αφέντη. Τι και αν σήμερα ήταν η Μεγάλη Γιορτή. Τι κι αν αύριο θα τους κερνούσε όλους, όπως όριζε το έθιμο αιώνες τώρα; Δεν είχε αξία, αφού την επόμενη μέρα θα μπορούσε να τους δικάσει με τους δικούς του νόμους, θα μπορούσε να τους ατιμάσει, να τους εξορίσει, να τους βασανίσει. Το φέουδο των Αθιγγάνων, το παλαιότερο φέουδο σε ολόκληρη την Κέρκυρα, ανήκε στον βαρόνο. Ότι φύτρωνε εκεί ήταν στην εξουσία του, τα ζώα, οι καρποί, οι άνθρωποι. Την ήξερε καλά αυτήν την εξουσία η Μάγια, την είχε δει να σαρκώνεται μέσα στα μάτια των γονιών της και να γίνεται ένας φόβος παγωμένος, σαν τους χειμώνες μέσα στα τσαντίρια. Αυτός ήταν ο μεγάλος της εχθρός, η σκιά, ο βαρόνος.
   Απ’ αυτόν έτρεχε να ξεφύγει σήμερα, γι’ αυτό άφησε πίσω της τα χαρούμενα τραγούδια και τις γιορτινές ετοιμασίες της φυλής. Βρήκε την ευκαιρία, όταν η μάνα και οι αδερφές της ετοίμαζαν τα κοφίνια με τα δώρα και ξέφυγε τρέχοντας στα λιβάδια. Άφησε πίσω της τον καταυλισμό σε έναν πυρετό ετοιμασιών. Τα κορίτσια σηκώθηκαν σήμερα νωρίς και ξεχύθηκαν στα χωράφια για να μαζέψουν όλα τα φρέσκα λουλούδια. Οι γυναίκες συγκέντρωναν ό,τι καλούδια υπήρχαν στα τσαντίρια και οι άντρες είχαν φύγει αξημέρωτα για να πάνε να κόψουν το κυπαρίσσι που θα στόλιζαν, για να το κρατούν δώρο του αφέντη. Το κομμένο δέντρο θα στήνονταν  στο κέντρο του οικισμού τους, και όλα τα παιδιά μαζί με τις γυναίκες θα το φόρτωναν με ό,τι στολίδι ή φαγώσιμο είχαν. Το έθιμο όριζε ότι στα κλαδιά του θα κρεμούσαν τα κορίτσια τις πολύχρωμες κορδέλες των μαλλιών τους, και ανάμεσα στις κορδέλες όλα τα φρούτα της εποχής, όλα τα στολίδια της φύσης. Από περιστέρια και κότες, μέχρι πασχαλινά αβγά και αγκινάρες, ωσότου τα κλαδιά  γέμιζαν με έναν πλούτο που θα άφηνε τις φαμίλιες νηστικές.  Μετά, οι άντρες θα έπαιρναν «τον Μάη» - το στολισμένο δέντρο - και θα το πήγαιναν στο αρχοντικό του «έμπαροϋνου»[2]. Εκεί θα έστηναν ένα μεγάλο υπαίθριο γλέντι και θα του το προσέφεραν. Από κοντά θα του χάριζαν και τα ρεγκάλια[3] που είχαν εξασφαλίσει και τα κανίσκια που τα είχαν γεμίσει με τα ορνίθια, τα νούμπουλα, τα αβγά κάθε οικογένειας. Την επόμενη μέρα κάθε τσιγγάνος θα έδινε στο βαρόνο τον τιμαριωτικό φόρο, το τέλεσμα. Ο πατέρας της Μάγιας, όπως και κάθε παντρεμένος, θα έπρεπε να πληρώσει δεκαεφτά άσπρα και δύο καλές όρνιθες. Το ίδιο γίνονταν και την Πρωτοχρονιά, μόνο που τότε η πληρωμή ήταν πέντε άσπρα και μία όρνιθα. Μετά την πληρωμή, ο αφέντης θα τους έκανε ένα μεγάλο τραπέζι, από τους δικούς τους κόπους και το γλέντι θα κρατούσε όλη την ημέρα. Την επομένη, μετά το πέρας της χαράς, ο αφέντης θα επιθεωρούσε τον όχλο. Θα τους μετρούσε έναν-έναν για να βεβαιωθεί ότι ήταν όλοι εκεί, ότι είχαν όλοι καταβάλλει το τίμημα της ύπαρξής τους. Αν κάποιος τύχαινε να λείπει, θεωρούνταν οφειλέτης και κακοπληρωτής και έπρεπε να περιμένει, ότι η δικαστική εξουσία που είχε πάνω του ο βαρόνος θα τον καταδίκαζε σκληρά.

Χ. Παχής, Πρωτομαγιά στην Κέρκυρα

   Την ώρα που η Μάγια έφτανε πίσω στον καταυλισμό, ο στολισμός του κυπαρισσιού είχε ολοκληρωθεί. Τα παιδιά χόρευαν γύρω από το δέντρο, οι γυναίκες απογέμιζαν τα κοφίνια με τα πεσκέσια και οι άντρες ετοιμαζόντουσαν να το πάρουν για να τραβήξουν προς το αρχοντικό. Σημαιοφόρος της πομπής, εκείνος που κρατούσε το οικόσημο του βαρόνου, ήταν ο αρχηγός της φυλής. Εκείνος θα πλήρωνε παραπάνω φόρο από τους υπόλοιπους, ένα χρυσό νόμισμα κατ’ έτος.
Ο ανοιξιάτικος αέρας φύσηξε, η χαλαρή κορδέλα της Μάγιας πέταξε από το μαυριδερό της κεφάλι και σκάλωσε σε ένα από τα κλαδιά του δέντρου. «Όχι», φώναξε αμέσως η μικρή. «Αυτή η κόκκινη κορδέλα είναι το μόνο που έχω να χαρίσω στον πραγματικό μου αφέντη... στον Ήλιο». Χύθηκε με φόρα στο στολισμένο κυπαρίσσι και κατάφερε να τραβήξει την κορδέλα της πίσω. Οι αδερφές της την κοίταξαν ξαφνιασμένες. Η Μάγια δεν θα χάριζε ποτέ την κόκκινη κορδέλα της στον αφέντη, το ήξεραν αυτό. Την έβλεπαν όπως μεγάλωνε, πώς σήκωνε τα μάτια της ψηλά στον ουρανό, πώς έμοιαζε να ακουμπά όλες τις ελπίδες της στα φτερά των πετούμενων πουλιών. Την έβλεπαν να αρνιέται να πάει στη χώρα, να φεύγει από τους δικούς της, να κρύβεται στις μικρές αναπλαστάδες της γης και να γίνεται ένα με το χόρτο, ένα με το νερό. Το ήξεραν ότι εκείνη, η γεννημένη μέσα στα χώματα, η βαφτισμένη μέσα στο φως, δεν θα προσφέρονταν ποτέ σε κανέναν αφέντη.
Έδεσε τα μαλλιά της ψηλά κι άστραψε ο λυγερός λαιμός και ο ανυπόταχτος αυχένας. Ήταν χυτή, γυαλιστερή σαν φτιαγμένη από μπρούντζο, δροσερή σαν το πρώτο τριαντάφυλλο. Τέντωσε το εφηβικό της κορμί όλο περηφάνια, κοίταξε το γέρμα του ήλιου και έφυγε προς το μέρος του. Κάθε της βήμα και ένας αποχαιρετισμός, κάθε της βήμα και ένα σκαλοπάτι ψηλότερα προς τον ουρανό. Έτσι τη θυμόντουσαν τα επόμενα χρόνια οι αδερφές της, με την μακριά κόκκινη κορδέλα της να χορεύει ανάμεσα στα μαύρα μαλλιά και το μαλακό της πάτημα να τη σηκώνει πάνω από τη λασπωμένη γη. Έτσι τη θυμόντουσαν όλοι, κάθε Πρώτη του Μάη. Από τότε, τις παραμονές της Μεγάλης Γιορτής, οι γέροντες της φυλής ψιθύριζαν, ότι κάποτε εκεί, ανάμεσα στις λάσπες και στα κουρέλια, είχε γεννηθεί η θυγατέρα του Μάη, η Μάγια… η Μάγια τους.   

  Τα κάλαντα του Μάη, όπως αναφέρονται στο βιβλίο του Κ. Δαφνή, Ιωάννου Ρωμανού Ιστορικά Έργα, είναι εκείνα που ψέλνονταν μπροστά από το αρχοντικό του βαρόνου ως εξής:
«Και αν είναι με τον ορισμό, να πούμε και το Μάη
Μπρε μπηκ’ ο Μάης, μπρε μπηκ’ ο Μάης, μπρε μπηκ’ ο Μάης ο μήνας,
Ο Μάης με τα τριαντάφυλλα κ’ ο Απρίλης με τα ρόδα.
Απρίλη, Απρίλη αφόρετε, Μάη μου κανακάρη,
Που όλο τον κόσμο γιόμισες απ’ άνθη και λουλούδια.
Λουλούδισε, λουλούδισε, λουλούδισέ μου κόρη
Να πάει να δώσει το φιλί, πριν βρέξει, πριν χιονίσει
Πριν κατεβάσει ο ουρανός και σύρουν τα ποτάμια.
Και εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραγίσει
Και αφέντη κυρ… χρόνους πολλούς να ζήσεις
Να ζήσεις χρόνους εκατό και να τους απεράσεις*
Πολλά είπαμε τ’ αφέντη μας, να πούμε της κυράς μας.
Κυρά χρυσή, κυρά αργυρή, κυρά μαλαματένια,
Που σε χτενίζει ο Έρωτας με τα χρυσά του χτένια,
Με τα χρυσά, με τ’ αργυρά, με τα μαλαματένια
Και άνοιξε τ’ άξιο σου πουγκί το μαργαριταρένιο
Και βάλε το χεράκι σου το καλομαθημένο,
Και αν έχεις γρόσια φέρε τα και αν έχεις και παράδες
Και αν έχεις και γλυκό κρασί, φέρε να μας κεράσεις
Και εις των παιδιών σου τις χαρές κουφέτα να μοιράσεις
Όχι κουφέτα μοναχά, μον’ και πολλά καρύδια
Και πλήθιο το γλυκό κρασί να πιούν τα παλληκάρια.
Και δω που τραγουδήσαμε να ’ρθούμε και του χρόνου
Και την ημέρα της Λαμπρής με το Χριστός Ανέστη (δις)

*Άλλη εκδοχή του στίχου είναι η εξής:
«και αφέντη κυρ… ψηλό μου κυπαρίσσι
Που τ’ όνομά σου ακούεται σ’ Ανατολή και Δύση»



[1] Κοφινιάτικο: όταν έφτανε η εποχή του τρύγου, οι χωρικοί όφειλαν να γεμίσουν ένα κοφίνι με τα σταφύλια και να το στείλουν του άρχοντα προκειμένου να τους δώσει την άδεια να προχωρήσουν στον τρύγο.
[2] Έμπαροϋνος: βαρόνος
[3] Ρεγκάλια: δώρα

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

Καρναβάλι: Μια γιορτή στη Χώρα και στην ύπαιθρο της Κέρκυρας (15ος-19ος αιώνας) — Δρώμενα, αντιθέσεις και κοινωνικές αντιπαλότητες



 Αν κάτι κληρονόμησαν οι Κερκυραίοι από τη μακραίωνη βενετική κυριαρχία, πέρα από μια κοινωνική και πολιτική σταθερότητα, που την επέβαλε η ιστορική αναγκαιότητα, είναι η συνεχής διάθεση για γιορτή, κάνοντάς τη σχεδόν τρόπο ζωής, ακόμα κι όταν τα πράγματα πήγαιναν da mal in pezo (από το κακό στο χειρότερο). Τη διάθεση αυτή, σύμφυτη εξάλλου με την ανθρώπινη φύση, φρόντισε να την εκμεταλλεύεται και να την υποδαυλίζει υπογείως η πανούργα Γαληνοτάτη, χρησιμοποιώντας την έντεχνα ως εργαλείο αντιπερισπασμού στην πάγια τακτική της να διατηρεί τις αποικίες της σε πνευματικό σκοτάδι. Επέδειξε λοιπόν, τόσο από παράδοση αλλά και λόγω στρατηγικής, θρησκευτική ανοχή στους υπηκόους της, παρέχοντάς τους επιπλέον και μια ψευδαίσθηση ελευθερίας, κυρίως με το να επιτρέπει τη συμμετοχή τους στα κοινά. Αυτή η επίπλαστη αίσθηση της συνδιαμόρφωσης της πραγματικότητας άφηνε και τις δυο πλευρές ικανοποιημένες κι εξασφάλιζε και μια σχετική κοινωνική σταθερότητα.
Στην ίδια λογική, αλλά με σκληρότερους όρους —διατηρώντας όμως το ίδιο ευφορικό κλίμα της γιορτής των προκατόχων τους— θα κινηθούν αργότερα και οι Άγγλοι αποικιοκράτες, βρίσκοντας ήδη στα Επτάνησα μια κοινωνία με άρτια δομή όσον αφορά την εξασφάλιση των συμφερόντων τους κι επιδιώκοντας αδιάκοπα την άσκηση μιας πολιτικής για τη διατήρηση αυτής της κατάστασης. Ο Ι. Τυπάλδος μας δίνει την εξής πληροφορία: «Η Αγγλία ηργάσθη εν κρυπτώ, μετά μεγάλης υπομονής και τέχνης, εις το να διαιρέση τους κατοίκους των χωρίων από των αστών, ν’ αυξήση την υφέρπουσαν αντιζηλίαν και να ριζώση το μίσος μεταξύ των διαφόρων τάξεων.»
Συνεπώς διαμορφώθηκε στο πέρασμα του χρόνου μια απόλυτα αντιθετική εικόνα υπαίθρου και πόλης, αλλά ακόμα και μέσα στα όρια του άστεως θα υφέρπει πάντα η αντιπαλότητα ανάμεσα στη νεοανερχόμενη κι εύρωστη τάξη των αστών και στη βαθιά στον χρόνο ριζωμένη τάξη των ευγενών. Η γιορτή, ειδικότερα το καρναβάλι, ως μέγιστο κοινωνικό γεγονός της επτανησιακής ζωής και μοναδικός συνεκτικός κρίκος όλων των κοινωνικών τάξεων για εκείνη την περίοδο θα είναι πάντα ο κατεξοχήν χώρος ανάδυσης αυτών των αντιθέσεων.




ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΣΤΗ ΧΩΡΑ

Από τη Λέσχη στο Θέατρο

Όταν αποπερατώθηκε το Σαν Τζιάκομο το 1693, η Στοά (Loggia) λειτούργησε αρχικά ως χώρος συναναστροφής των ευγενών, κατά το πρότυπο πάντα της μητρόπολης. Η ψυχαγωγία στη Λέσχη ήταν μια καθαρά αντρική υπόθεση, διανθισμένη με ανούσιες, πληκτικές συζητήσεις, ανάμεσα στους καπνούς των πούρων, τη μυρωδιά του αχνιστού καφέ και την ανάγνωση των εφημερίδων της εποχής. Την πλήξη επέτειναν η ρητή απαγόρευση της έκφρασης πολιτικών απόψεων και η παντελής απουσία του γυναικείου φύλου στον χώρο.
Η κατάσταση έμελλε ωστόσο να αλλάξει, αφού η διάχυτη αίσθηση μιας σταδιακής παρακμής της Γαληνοτάτης —που όμως ερχόταν καλπάζοντας, ειδικά μετά την πτώση του Χάνδακα (1669)— φαίνεται να αντισταθμίστηκε με τη στροφή στη δημιουργία ενός άλλου τύπου χώρων ψυχαγωγίας τόσο στην ίδια τη Βενετία, αλλά και στις αποικίες της. Υπό αυτή την υπόγεια και πάγια τακτική της μητρόπολης, μετατράπηκε η Λέσχη σε θέατρο, με στόχο να αποσοβηθεί κυρίως ο κίνδυνος των ανατρεπτικών ιδεών που πιθανότατα θα γεννιούνταν, παρά την απαγόρευση, μέσα στο θερμό κλίμα των ελεύθερων συζητήσεων στη Στοά.
Το θέατρο βρήκε στα Επτάνησα και στην ψυχή των πολιτών τους ένα εξαιρετικά γόνιμο περιβάλλον κι έμελλε να ριζώσει μέσα από μια αδιάκοπη και ανοδική διαδικασία εξέλιξής του.
Τα έργα ξεκινούσαν ήδη από τον Οκτώβρη και κορυφώνονταν την Κυριακή της Κρεοφαγίας. Ήταν κυρίως ιταλόφωνες οπερέτες από αμφιλεγόμενους κι εκκολαπτόμενους θιάσους, με ρεπερτόριο Βέρντι, Ροσσίνι και Ντονιτσέττι, κι ενώ προβλέπονταν και θέσεις για το κοινό από τα χαμηλά λαϊκά στρώματα, αφού η τιμή του εισιτηρίου δεν ήταν απαγορευτική, το φράγμα της γλώσσας αποθάρρυνε την είσοδο του λαϊκού κοινού, δεδομένου ότι αδυνατούσε να αφομοιώσει τα έργα, είτε ως απλά λαϊκά μυθιστορήματα, είτε ως μέσα εθνικών διεκδικήσεων.
Οι Βενετσιάνοι αξιωματούχοι και οι τοπικοί άρχοντες απολάμβαναν τα θεάματα από την πλατεία και τα θεωρεία, οι ευγενείς χωρίς αξιώματα έβρισκαν τη θέση τους στο μεσαίο τμήμα του υπερώου, ενώ στα δυο ακραία, στενόχωρα τμήματα στέκονταν όρθιοι, εφόσον δεν υπήρχαν καθίσματα τουλάχιστον μέχρι το 1831, οι έμποροι και οι πλούσιοι μεγαλοαστοί, μια βαριά ταπείνωση, για την οποία όμως θα έπαιρναν σύντομα την ανελέητη εκδίκησή τους.
Οι άνθρωποι του λαού είχαν, όπως προαναφέρθηκε, το δικαίωμα εισόδου, πάντα όμως υπό τους απαράβατους όρους της καθαριότητας και της καλής ένδυσης, ενώ από τις γυναίκες μόνο οι παντρεμένες μπορούσαν να παρακολουθήσουν τα έργα διακριτικά, πίσω από τα δικτυωτά παραπετάσματα, τις loges grilles. Με το πέρασμα του χρόνου, και ειδικά από τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν μοιάζει να αλλάζει η θέση της γυναίκας στην ευρύτερη λεκάνη της Μεσογείου, το κατώφλι του θεάτρου μπορούσαν να διαβούν και οι ανύπαντρες, αλλά πάντα με τη χρήση προσωπίδας.

Θέατρο San Giacomo 


Μάντσια και καβαλκίνες

Οι θεατρίνες με την άφιξή τους στο νησί φρόντιζαν να δημιουργούν φιλίες για να εξασφαλίσουν προστάτες, κυρίως για να συγκεντρωθεί το ποσό (μάντσια) για την οικονομική τους ενίσχυση. Μονόφυλλα της εποχής μαρτυρούν τον θαυμασμό ή ακόμη και το συναισθηματικό δέσιμο των προστατών με τις θεατρίνες. Ποιήματα συνοδευμένα από τεράστιες ανθοδέσμες και δώρα έφταναν στα καμαρίνια τους από διάφορους επίδοξους προστάτες, που ανταγωνίζονταν σκληρά για την εύνοια της εκάστοτε πρωταγωνίστριας. Οι ανταγωνισμοί αυτοί συχνά έπαιρναν τη μορφή σοβαρών ρήξεων, οπότε σταδιακά σταμάτησαν και αντικαταστάθηκαν με τις καβαλκίνες, χοροεσπερίδες μεταμφιεσμένων που τις οργάνωνε η ίδια η θεατρίνα και καθένας έριχνε την εισφορά του σε ένα καλάθι στο τραπέζι της εισόδου του θεάτρου, με μοναδικό αντάλλαγμα μια τυπική ρεβερέντσα. Τα ποσά που συγκεντρώνονταν δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητα.


Στο νέο θέατρο

Η μακρά περίοδος της Αποκριάς στην Πόλη, ως αναπόσπαστο μέρος της κοινωνικής ζωής των ανώτερων στρωμάτων, θα περιστρέφεται πάντα γύρω από το θέατρο, που θα γίνει πλέον, μετά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, σύμβολο επίδειξης του συγκεντρωμένου χρήματος από την υπερδραστηριότητα των αστών, υποδαυλίζοντας το μένος της παλιάς, οκνηρής κι αμήχανης πλέον αριστοκρατίας και τονίζοντας εμφατικά τη μειονεκτική της θέση.
Στα τέλη του αιώνα οι φιλόμουσες απαιτήσεις των Κερκυραίων ασφυκτιούσαν στο μικρό θέατρο· αποτέλεσμα της παράδοσης που εξέθρεψε το Σαν Τζιάκομο με την ιταλική κωμωδία, τους αρλεκίνους και τα ηρωικά λυρικά έργα ήταν να γιγαντωθεί το ενδιαφέρον των Κερκυραίων για την όπερα, που ουσιαστικά οδήγησε στην οικοδόμηση του νέου πολυτελούς θεάτρου, με εναρκτήριο έργο τον Δεκέμβρη του 1902 την όπερα Λόενγκριν του Βάγκνερ. Σε αυτό το θέατρο, που παράλληλα είναι και το σκηνικό κοινωνικοπολιτικών μεταβολών, είναι που οι αστοί θα ανυψώσουν το γόητρό τους, και σε αυτό το θέατρο οι ευγενείς θα κατανοήσουν με βαθιά πικρία το πέρασμα σε μια άλλη εποχή, που δεν τους περιλαμβάνει και που συχνά δεν μπορούν να την ακολουθήσουν.
Την εναρκτήρια μέρα της λειτουργίας του θεάτρου η αγορά της Πόλης βρισκόταν σε πλήρη αναβρασμό, τα μαρκαντικά και τα ραφεία δεν προλάβαιναν τις παραγγελίες και οι μικροαστές νοικοκυρές είχαν βγει στους δρόμους πουλώντας τα χρυσαφικά τους και άλλα αντικείμενα αξίας για να εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή εμφάνιση και το πολυπόθητο εισιτήριο εισόδου στην όπερα. Για παράδειγμα, φημολογείται ότι εκείνη τη μέρα αγοράστηκαν 150 ζευγάρια ακριβά γάντια «Μονόπολες» (μακριά μαύρα γάντια ως το μπράτσο με κομμένες τις άκρες των δακτύλων) από το κατάστημα του Τεμπονέρα, που ήταν πασίγνωστο την εποχή εκείνη για τα γάντια, τα καπέλα και τις στολές καρναβαλιού.
Η σημειολογία του χώρου είναι αποκαλυπτική: Η κάθε σειρά αριθμούσε 20 θεωρεία, οι μισθώσεις των οποίων γίνονταν κατά κανόνα εναλλάξ (τούρνο) κάθε δεύτερη μέρα σε όλο το διάστημα παραμονής του θιάσου. Τα θεωρεία της δεύτερης σειράς μισθώνονταν πάντα στις παλαιότερες οικογένειες της πόλης, σε αντίθεση με εκείνα της πρώτης, που μισθώνονταν σε γνωστούς εμπόρους και επαγγελματίες (πρώτα το χρήμα, μετά το όνομα) — μην ξεχνάμε ότι ήδη από την πρώιμη περίοδο της αγγλοκρατίας οι ευγενείς έχαναν αργά αλλά σταθερά έδαφος, γι’ αυτό και επεδίωκαν επωφελείς γάμους με αυτούς της πρώτης θέσης, τους αστούς, περιφρονώντας τους ωστόσο βαθύτατα.

Δημοτικό Θέατρο Κέρκυρας

Οι διαβαθμισμένες θέσεις της πλατείας ήταν ο ιδανικότερος χώρος για την επίδειξη του νεοαποκτηθέντος πλούτου μέσω της ούλτιμας μόδας, με μουσελίνες, σκαρπίνια, καπελίνια, μπράδες και μεταξωτά από τα εβραϊκά μαρκαντικά να παρελαύνουν μέσα στους κατάφωτους διαδρόμους του θεάτρου και κάτω από τους κρυστάλλινους πολυελαίους, διεγείροντας φθονερά ή λάγνα βλέμματα. Το καρναβάλι στο θέατρο, ως κοινωνικό γεγονός που καταργεί τους τύπους των υπόλοιπων ημερών του χρόνου κι επιβάλλει μια θερμότερη και περισσότερο εγκάρδια κοινωνικότητα, επέτασσε και την ανταλλαγή επισκέψεων των θεωρειούχων στα μακριά διαλείμματα των παραστάσεων. Οι επισκέψεις αυτές, που συνοδεύονταν είτε με αβρά χειροφιλήματα είτε με διακριτικές ή περισσότερο τολμηρές φιλοφρονήσεις, είχαν απώτερο σκοπό το ξελόγιασμα ευυπόληπτων κυριών ή απλά το διακριτικό φλερτάρισμα με χαμηλοβλεπούσες δεσποσύνες. Εκεί, αλλά και από μακριά με τα κιάλια, κατά τη διάρκεια της παράστασης, σαν βέλη εκτοξεύονταν οι φλογερές ματιές των ερωτευμένων και τα πειράγματα, με τα σημαδεμένα ριξίματα της σερπαντίνας από το ένα θεωρείο στο άλλο, και πλέκονταν ειδύλλια αληθινού ή και ψεύτικου πάθους, μέσα στην αχλή των γαλλικών αρωμάτων και των βαριά μακιγιαρισμένων προσώπων. 
Εκτός από τους χορούς στις λέσχες και στο θέατρο, οι εκάστοτε προβλεπτές και αργότερα οι αρμοστές παρέθεταν πάντα χορό στο ανάκτορο του Φρουρίου, όπου όχι σπάνια ήταν προσκεκλημένοι και εκπρόσωποι του ορθόδοξου και καθολικού κλήρου, πάλι κατά το πρότυπο της Γαληνοτάτης. Εξάλλου η Βενετία, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ιστοριοδίφης Γ. Αθανάσαινας, ήταν ο μόνος χριστιανικός τόπος όπου μπορούσαν ανενόχλητοι «παπάδες και καλόγεροι να μεταμφιέζονται στα καρναβάλια, να διατηρούν ερωμένες, να εμφανίζονται επί σκηνής και να κάνουν ό,τι τους άρεσε, αρκεί να μην έχωναν τη μύτη τους σε υποθέσεις του κράτους».
Η Γαληνοτάτη είχε πράγματι προνοήσει για όλα.


Στους δρόμους και στα καπηλειά

Στα καντούνια και στα πλακόστρωτα στροβιλίζονταν χωρίς διάκριση σε ένα πολύχρωμο γαϊτανάκι άντρες και γυναίκες, τραγουδώντας και μπαινοβγαίνοντας στις ταβέρνες, συνεπαρμένοι όλοι από την ελευθερία που χάριζε η Αποκριά. Ήταν εξάλλου η μόνη περίοδος του χρόνου που οι γυναίκες έβγαιναν από το σπίτι και συμμετείχαν στις γιορτές και στους οργανωμένους χορούς, μεταμφιεσμένες σε «μάσκαρες», συγχρωτισμένες με τους άντρες, τους «ντετόρους», που κατανάλωνα αυτήν την περίοδο μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και συχνά παρεκτρέπονταν.
Τόσο συνυφασμένο ήταν το καρναβάλι με τους κατοίκους, που συχνά η μάσκα επιτρεπόταν όλο τον χρόνο, επειδή όμως γινόταν κατάχρηση του εθίμου, οι κατά καιρούς προβλεπτές και αργότερα η Εκτελεστική Αστυνομία των Άγγλων, για ευνόητους λόγους, το απαγόρευαν σε μη εορταστικές μέρες.
Οι Άγγλοι φάνηκαν ακόμα πιο αυστηροί, αφού κάποιες φορές η Εκτελεστική Αστυνομία, το κύριο όργανο της επιβολής του ελέγχου τους στα Επτάνησα, κοινοποιούσε αποφάσεις σε μονόφυλλα που απαγόρευαν τη μάσκα ακόμα και την περίοδο της Αποκριάς, ειδικά όταν τα ήθη εκτραχύνονταν επικίνδυνα, απειλώντας την ευρυθμία και την ισορροπία της κοινωνικής ζωής, φαινόμενο καθόλου σπάνιο για την καταπιεσμένη και ατίθαση φύση των Επτανησίων.
Η σάτιρα στην Πόλη δε γνώριζε όρια, πρόσωπα διακεκριμένα και γνωστά γίνονταν στόχος στα ανηλεή πειράγματα των μασκοφόρων και αντικείμενα γέλιου, συχνά και προσβολών, όπως τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου τη χρονιά που πάρθηκε η απόφαση να κατεδαφιστεί η Πόρτα Ρεάλε.
Μέσα στις πολύβουες ταβέρνες, στην αποφορά του κρασιού και του ανθρώπινου ιδρώτα, παιζόταν από άντρες και γυναίκες το τυχερό, θορυβώδες παιχνίδι της «Μόρας», βενετσιάνικο κατάλοιπο στα νησιά ως τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Εν είδει αναβίωσης και του μεσαιωνικού ιπποτικού σκηνικού, κάθε τελευταία Κυριακή του καρναβαλιού διεξάγονταν και ιππικοί αγώνες (giostre), ένας ανάμεσα στους νέους των οικογενειών του Συμβουλίου της πόλης και ένας ανάμεσα σε στρατιώτες, στην περιοχή του Παλαιού Φρουρίου. Οι εκπρόσωποι των αρχών καθώς και κυρίες, που όμως έφεραν μάσκα τον 17ο αιώνα, παρακολουθούσαν τον αγώνα από το γνωστό αρχοντικό Ρίκκη στην οδό Μουστοξύδου, πάνω σε πορφυρά μαξιλάρια, μέσα στον έντονο διάκοσμο της πόλης.
Όπως και να ’χει, το καρναβάλι είναι η περίοδος που ευγενείς και απλός λαός αναμειγνύονται, ενωμένοι στην αστειότητα και στην αθυροστομία, με μοναδικό διακριτικό σημάδι την αποκριάτικη ενδυμασία, που επιβάλλει στους ευγενείς, άντρες και γυναίκες, μαύρο μεταξωτό μανδύα, κουκούλα, τρικαντό, άσπρη μάσκα για τους άντρες και μαύρη για τις γυναίκες.


ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ

Όλα αυτά εκτυλίσσονται στο λαμπερό και πολύχρωμο σκηνικό της πόλης, που μοιάζει να αγνοεί τη γειτονική γκρίζα και φτωχή ύπαιθρο, απόλυτα ξεκομμένη και απομονωμένη μέσα στους ελαιώνες και τα αμπέλιά της, η οποία, διατηρώντας την ελληνικότητά της, γιορτάζει την Αποκριά διονυσιακά, με ψιμύθια, γανιές, κουρέλια, κυνηγητά με στάχτες, ολονύχτια γλέντια στις γειτονιές και εδέσματα επιβαλλόμενα από την ακλόνητη ορθόδοξη πίστη του θεοφοβούμενου χωρικού.
Κι ενώ στην Πόλη τα τραπέζια γεμίζουν με ταψιά από γαλατόπιτες και τόρτες (μικρά τετράγωνα γλυκά με κανέλα και κρέμα πατισερί, σκεπασμένα με πασταφρόλα σε σχήμα μαργαρίτας), πλούσια βενετσιάνικα παστίτσια και μπουρντούνια (λουκάνικα με αίμα χοιρινού τηγανισμένα), τα τραπέζια της υπαίθρου, φτωχικά όλο τον χρόνο, πασχίζουν να φορτωθούν κι αυτά με ό,τι τους δίνει η γη, τα ζώα τους και η θάλασσα — μπακαλιαρόπιτες, κουκούγεροι, τυρόπιτες, ρυζόγαλα αλμυρά, πίτες με γάλα προβατίνας, αυγά και ρύζι, ακόμα και το σπάνιο για το τραπέζι του χωρικού λαδοτύρι. Όλα αυτά ήταν φυσικά μια εξαιρετικά σπάνια παρένθεση γαστριμαργικού ξεφαντώματος στα ενδεή και λιτά γεύματα των υπόλοιπων ημερών του χρόνου, που λάβαινε χώρα αποκλειστικά και μόνο τις Στρυνές (Κυριακή της Τυρινής), ενώ το μασκάρεμα γινόταν μόνο εκείνο το απόγευμα, γιατί το καρναβάλι ως μεγάλο σε διάρκεια εορταστικό γεγονός, όπως ήταν γνωστό στην πόλη, ήταν παντελώς άγνωστο στα χωριά.

Καρναβάλι στους Αυλιώτες

Εκείνες τις λίγες απογευματινές κυριακάτικες ώρες δινόταν το σύνθημα να απελευθερωθεί η καταπιεσμένη ολοχρονίς φύση του χωρικού, που στέναζε κι ασφυκτιούσε κάτω από το συνεχές βάρος για την εξασφάλιση της επιβίωσης. Αποκριάτικες σατιρικές παραστάσεις με παρόμοιες κάθε χρόνο εμπνεύσεις, που άλλαζαν μόνο στη λεπτομέρεια από χρονιά σε χρονιά. Κρασοκατάνυξη, φαλλικά ομοιώματα, βωμολοχίες και άσεμνες κινήσεις σπάνε ευκαιριακά τα ταμπού της γενετήσιας πράξης. Ο κωλοδαρτός χορός της περιοχής Γύρου, παρά την ελαστικότητα και την ανοχή στη χαλαρότητα των ηθών τη συγκεκριμένη περίοδο, έφτασε να απαγορευτεί ρητώς από τον μέγα πρωτόπαπα Ιωάννη Βούλγαρη κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα εξαιτίας της υπερβολικής ελευθεριότητάς του. Μετά την Ένωση στα τοπικά έθιμα αναμείχθηκαν και προσαρμόστηκαν στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής και στοιχεία από την υπόλοιπη Ελλάδα — ο χορός του πιπεριού, οι κουδουνοφόροι Βλάχοι, ο άνθρωπος που τρώει μακαρόνια από ουροδοχείο κ.ά.
Φυσικά οι γυναίκες αποκλείονται αυστηρά από όλο αυτό το διονυσιακό κλίμα, δεν παύουν όμως να εφευρίσκουν δικούς τους τρόπους εκτόνωσης. Συναθροίζονται σε σπίτια, λουτρουβιά και υπόγεια, σκαρώνοντας πικάντικα ποιηματάκια και ιστορίες, μεταβάλλοντας ακόμα και αυτή την καθημερινότητα του κουτσομπολιού, που τώρα γίνεται πιο αιχμηρό και σκληρό, με κύριο στόχο τις αμαρτωλές και τις ανοικοκύρευτες, τον καμπούρη και τον τρελό του χωριού. Η Αποκριά και το ελευθέριο στοιχείο της στην ύπαιθρο φέρνουν στο φως την πιο ακατέργαστη φύση της χωρικής, φτάνουν στον πυρήνα μιας καρδιάς γεμάτης από πικρία για το άδικο που συσσωρεύεται πάνω της εδώ και αιώνες.


Τα Κούλουμα

Την επομένη, τη Σταχτοδευτέρα, τα Κούλουμα, από το λατινικό cumulus, που υποδήλωνε τον τρόπο που κάθονταν οι χωρικοί στο χώμα της υπαίθρου, δεν ήταν ποτέ αργία. Πήγαιναν οι χωρικοί στη δουλειά τους με ψωμί, ελιές και σκόρδο, και το μεσημέρι μετά τη δουλειά τρώγανε όλοι μαζί καθισμένοι cumulus στους κάμπους, με τραγούδια και μουσικές με ρίζες βαθιά στο Βυζάντιο και στην αρχαιότητα. Σταχτοδευτέρα ονομάστηκε γιατί το έθιμο πρόσταζε να παίζουν σταχτοπόλεμο, κυνηγώντας και λερώνοντας ο ένας τον άλλον, ευχόμενοι μέσα σε κλίμα διονυσιακής ευφορίας «εις έτη πολλά», και η στάχτη, με τη σημειολογία του γκρίζου της χρώματος, υποδήλωνε τη μακριά περίοδο της εγκράτειας και του πένθους.


Απόηχοι αυτών των διαφορών και αντιθέσεων μεταξύ πόλης και υπαίθρου, επιβιώνουν αχνά μέχρι και σήμερα, ως χρόνια ριζωμένη νοοτροπία. Κόντηδες και κόμισσες βολτάρουν στη Σπιανάδα με μια υποψία νοσταλγίας για άλλες εποχές, και από την άλλη τρομακτικά μασκαρεμένοι κραυγάζουν και βωμολοχούν πάνω σε πρόχειρα κινούμενες κατασκευές στα χωριά.
Ούτως ή άλλως η Κέρκυρα ήταν πάντα ένα συνονθύλευμα αντιθετικών εικόνων, γι’ αυτό άλλωστε ήταν και είναι τόσο γοητευτική.

Πέπη Γιάννου 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αγιούς Αντώνιος, Οδοιπορικό στην παλιά Κέρκυρα, Κέρκυρα 2004.
Ανωνύμου, «Παληά καρναβάλια της Κέρκυρας», στο Κερκυραϊκά Νέα 1592, Μάρτιος 1985, σ. 9.
Αθανάσαινας Γεώργιος, 1537, η πολιορκία της Κέρκυρας από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή και τα ταξίδια του Σαιν Μπακάρ στις ελληνικές θάλασσες, Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα 2008.
Γιάννου Πέπη, Δημογραφική αποτύπωση της ιονικής βιβλιογραφίας: Διοικητικά και λόγια κείμενα του 19ου αιώνα, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα 2015.
Λάσκαρι Νινέτα, Μια ματιά μέσα στο χρόνο (1204-1864), Ποταμός, Αθήνα 2016.
Μαυρομούστακος Πλάτων, «Το θέατρο Σαν Τζιάκομο και η θεατρική ζωή της Κέρκυρας»,στο Κέρκυρα: Ιστορία, Αστική ζωή και Αρχιτεκτονική, 14ος-19ος αιώνας (πρακτικά συνεδρίου), Κέρκυρα 1994, σ. 74-76.
Νικηφόρου Αλίκη, «Η μεταμόρφωση του αστικού στις δημόσιες τελετές κατά τη βενετική περίοδο», στο Κέρκυρα: Ιστορία, Αστική ζωή και Αρχιτεκτονική, 14ος-19ος αιώνας (πρακτικά συνεδρίου), Κέρκυρα 1994, σ. 66-67.
Προγουλάκης Γιώργος, Ανάμεσα στην τιμή και στο χρήμα, Η Κέρκυρα στα χρόνια της αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τραπέζης, Αθήνα 2003.
Σγούρου Κρόκου Μαρία, Η Κέρκυρα που έφυγε, Απόστροφος, Κέρκυρα 2002.
Τσουμάνης Κώστας, Η Κέρκυρα μέσα από τα μάτια των περιηγητών, Έψιλον, Αθήνα 2010.
Χρυσικοπούλου Κωνσταντίνα, Το θέατρο στην Κέρκυρα, Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα 2015.
Χυτήρης Γεράσιμος, Τα λαογραφικά της Κέρκυρας, Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα 1991.



Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

Και η γη εταράχθη!


  Πόση ευλογία μπορεί να έχει ένας τόπος όπως αυτός εδώ άραγε; Με εύφορη γη, με γλυκό, εύκρατο κλίμα, με θάλασσα θερμή και γαληνεμένη, και με τα ηπειρώτικα βουνά απέναντι να κόβουν την ορμή των ψυχρών βόρειων και βορειοανατολικών ανέμων. Τόπος προστατευμένος, απομακρυσμένος κι αόρατος από της φύσης τις ιδιοτροπίες. Μήτε σεισμοί, μήτε καταστροφές, μήτε ανυπόφοροι καύσωνες, μήτε δριμύ κρύο. Από καιρό σε καιρό τη νηνεμία της άνοιξης και του θέρους διακόπτουν μονάχα κάτι μπουρίνια και χοντρά χαλάζια, αποτελέσματα της εκτόνωσης μιας συσσωρευμένης νοσηρής υγρασίας, που ταλαιπωρεί ολοχρονίς τους κατοίκους. Γρήγορα όμως περνούν κι αυτά, καταστρέφοντας βέβαια τις σοδειές κι αφήνοντας τους κατοίκους ενδεείς, μα τον τόπο ολότελα ανέγγιχτο, έτοιμο σαν τον φοίνικα να αναγεννηθεί, να διορθώσει μόνος του το κακό και να αποζημιώσει με τρόπο γενναιόδωρο.

Χάρτης της Κέρκυρας του 1575

Μονάχα οι αρρώστιες, η επέλαση της πανούκλας και της χολέρας, και στα χωριά οι ελώδεις πυρετοί και η τρομερή πελάγρα[1] τρομάζουν τους νησιώτες εδώ. Α! να μην ξεχνάμε και τους Οθωμανούς. Μόνο με τούτες τις φριχτές ασθένειες και τη βάρβαρη οθωμανική επέλαση μπορεί να συγκριθεί ο πανικός των Κερκυραίων, άμα τύχει και ταρακουνηθούνε έστω και λίγο από τον ξένο γι’ αυτούς Εγκέλαδο. Απορημένοι κι ασυνήθιστοι δεν έχουν ιδέα γιατί το νησί τούς φέρεται έτσι, χάνοντας πραγματικά τη γη κάτω από τα πόδια τους. Ο Μάρμορας αναφέρει για ένα σημαντικό σεισμό που συνέβη το 1650 και προκάλεσε σοβαρές βλάβες στα οικοδομήματα και ιδιαίτερα στο οχύρωμα του Αγίου Αθανασίου, που κατέρρευσε ολοσχερώς: «Εν ω υφίστατο καίριον τραύμα η Οθωμανική Αυτοκρατορία, καταστρεπτικώτατος σεισμός έσεισε την νήσον της Κέρκυρας παραγαγών φόβον και αγωνίαν τοιαύτως ως εάν είχε αναφανή και αύθις αναστηθείς ο κατακτητής Σουλεϊμάν».
Αλλά και αργότερα, το Σεπτέμβρη του 1858, ο περιηγητής Αλμπέρ Μουσσόν, που τυχαίνει να παρευρίσκεται στην κηδεία του επισκόπου των Καθολικών στο νησί, θα σημειώσει στις ανθρωπολογικές του παρατηρήσεις: «[...] η εντύπωση της πένθιμης τελετής εντάθηκε από το γεγονός ότι μετά το πέρας της έγιναν αισθητοί τρεις σεισμοί, εκ των οποίων ο πρώτος ήτανε πράγματι ισχυρός. Οι άνθρωποι έτρεχαν στους δρόμους να προστατευτούν κι έκαναν το σταυρό τους με τον τρόπο που συνηθίζουν οι Ορθόδοξοι, οι καμπάνες χτυπούσαν και κάθε άνθρωπος θεώρησε το ανησυχητικό αυτό φαινόμενο σαν απόδοση φόρου τιμής προς τον νεκρό και σαν ένα προειδοποιητικό σημάδι προς την ανθρωπότητα [...]».
Αν επιστρέψουμε πίσω στους αρχαίους συγγραφείς, κανένας δεν αναφέρει συμβάντα σεισμών στην περιοχή του Ιονίου και κανένας ποτέ δεν σημείωσε κάποια μεταβολή στη στάθμη των νερών. Αυτή η έλλειψη πλημμυρίδας και άμπωτης μπορεί να άφησε ανέγγιχτο το σχήμα του νησιού, ταυτόχρονα όμως θεωρήθηκε υπαίτια για τους ελώδεις πυρετούς, αφού τα παράκτια ύδατα, αποκλεισμένα από την επικοινωνία τους με τη θάλασσα, γέννησαν τις ήρεμες αλλά μολυσμένες και πυρετογόνες λιμνοθάλασσες, που βασάνιζαν επί χρόνια τους ανθρώπους της εξοχής.
Η επιφάνεια και το διάγραμμα του ωραίου νησιού δεν μεταβλήθηκε ποτέ από τις μύχιες αναταράξεις της γης, παρά μόνο από τη διαβρωτική ικανότητα της θάλασσάς του και από την υγρή του ατμόσφαιρα. Η απέναντι Ήπειρος και η Αλβανία, και στα νότιά του τα άλλα Ιόνια νησιά θα του στέλνουν σποραδικά τους μακρινούς απόηχους των δικών τους καταστροφών, αφήνοντας όμως πάντα ανέγγιχτες τις ακτογραμμές του.

Η εποχή πριν το 1800

Οι παρατηρήσεις από ιδιωτικά ημερολόγια και από ιστορικούς της εποχής μαρτυρούν πως δεν καταγράφηκαν ιδιαίτερες ζημιές μετά το 1800 και για αυτό στη συλλογική μνήμη του νησιού ο σεισμός έχει καταγραφεί ως μια πολύ μακρινή και σχεδόν άγνωστη σε αυτούς ιδιοτροπία της φύσης. Καταστροφές και θύματα φαίνεται να υπάρχουν μόνο στην προ του 1800 εποχή, όταν ο Εγκέλαδος επισκεπτόταν πιο συχνά το νησί, με τα σεισμικά γεγονότα να έχουν εστία –κατά κύριο λόγο– εκτός Κέρκυρας. Εξάρσεις ήπιων σεισμικών γεγονότων σημειώνονται και στα χρονικά διαστήματα 1819-1825 και 1858-1875, χωρίς όμως θύματα και χωρίς αξιοσημείωτες καταστροφές.
Στις 30 του Γενάρη, το έτος 1723, ημέρα Τετάρτη, αργά τη νύχτα κι ενώ το νησί ήταν σκεπασμένο από χιόνι και ζωσμένο από δριμύ κρύο, έγινε ένας φοβερός σεισμός, που επαναλήφθηκε λίγες μέρες μετά, στις 8 του Φλεβάρη, στις δύο η ώρα τη νύχτα. Η γη σειόταν επί ένα τέταρτο της ώρας, η θάλασσα φούσκωσε απειλητικά και προκλήθηκε ένα μέτριο τσουνάμι (θαλάσσια διαταραχή). Ένα ίδιο τρομακτικό κύμα υψώθηκε και με την ισχυρή δόνηση των 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, μερικά χρόνια αργότερα, το Νοέμβριο του 1732.

Ο μεγάλος σεισμός του 1743 με επίκεντρο την Κέρκυρα

Μία δεκαετία μετά, το Φεβρουάριο του 1743, ο Εγκέλαδος θα επιστρέψει δριμύτερος, με 7 Ρίχτερ και επίκεντρο πια την Κέρκυρα. Από εκείνο το σεισμό το ανάκτορο του Γενικού Προβλεπτή της Θάλασσας θα καταρρεύσει και η καθολική Αρχιεπισκοπή (η σημερινή Τράπεζα της Ελλάδας) θα υποστεί σοβαρές βλάβες. Τότε σημειώθηκαν και σοβαρές ζημιές στο καμπαναριό της καθολικής Εκκλησίας της Ανουντσιάτας. Τα σιδερένια σημερινά δεσίματά της πιθανόν χρονολογούνται από τον καιρό των επισκευών που έγιναν τότε, ύστερα από εκείνον τον ισχυρό σεισμό. Ίσως γι’ αυτό και, παρά την ολιγωρία στη συντήρησή της, επιμένει να στέκεται όρθια ακόμη και σήμερα.
Ο λαός θορυβημένος από την πρωτοφανή ένταση εκείνου του σεισμού θα προστρέξει –κατά το προσφιλές συνήθειό του– για παρηγοριά στον Άγιο του, όπου ύστερα από πρόσταγμα του Μεγάλου Πρωτόπαπα Ιωάννη Βούλγαρη, ο κλήρος θα κληθεί να σημάνει τις καμπάνες των εκκλησιών και να ψάλει την παράκληση του σεισμού με ολονυχτία στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος, λιτανεύοντας ταυτόχρονα και το σκήνωμά του, «όπως ελευθερώση ημάς ο Θεός από κάθε κίνδυνο».

Πρόσταγμα του Μεγάλου Πρωτόπαπα Ιωάννη Βούλγαρη
Από τα τέλη Ιανουαρίου έως και τις 5 Φεβρουαρίου του 1786 σημειώνεται μια περίοδος διαδοχικών και σφοδρών σεισμών, στη διάρκεια των οποίων έγιναν μεγάλες και πολλές καταστροφές. Οι συγκεκριμένοι σεισμοί του 1786, αν και όχι οι σφοδρότεροι, φαίνεται να είναι οι πιο φονικοί στην ιστορία του νησιού, πιθανότατα εξαιτίας της διαδοχικότητάς τους, εφόσον τότε καταγράφηκαν 126 νεκροί και δεκάδες τραυματίες.


Η εποχή μετά το 1800
 Αν εξαιρέσουμε τον τρομερό σεισμό του Μάη του 1809, με επίκεντρο την Κονίσπολη, που η έντασή του –όπως επισημαίνει ο Στυλιανός Βλασσόπουλος στις Στατιστικές και Ιστορικές περί Κέρκυρας ειδήσεις– έφερε στη μνήμη των Κερκυραίων τον τρομερό σεισμό του 1743, στα κατοπινά χρόνια η μανία της γης φάνηκε να κοπάζει.
Αισθητές, με επίκεντρο όμως εκτός νησιού, θα είναι και οι δονήσεις του 1819, του 1823 και του 1825. Η πρώτη, κάτω από τη σκιά της επαίσχυντης συμφωνίας Μαίτλαντ – Αλή πασά, που έγινε η αφετηρία του δράματος των Παργινών στο νησί, θα έχει ως αποτέλεσμα να σταματήσει να αναβλύζει η πηγή της Δρυμοπόλεως, στα νότια της Μπενίτσας. Θα αναβλύσει ξανά δυο χρόνια αργότερα. Η δεύτερη δόνηση, δυνατή και καταστροφική, θα λάβει χώρα την ημέρα της Αναλήψεως στην Ήπειρο. Δύο χιλιάδες κατοικίες θα κατεδαφιστούν και ολόκληρος ο πολεμικός αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των σουλιώτικων πέτρινων οικισμών θα αφανιστεί. Ό,τι δεν κατάφερε η δαιμόνια στρατηγική του Αλή πασά τα προηγούμενα χρόνια, το κατάφερε η καταστροφική δύναμη της φύσης μέσα σε λίγα λεπτά.
Δύο χρόνια αργότερα, στις 19 Ιανουαρίου του 1825, ο μεγάλος σεισμός που θα καταστρέψει ολοσχερώς και για δωδέκατη φορά από το 1612 τη Λευκάδα ταρακουνάει με τρόπο ισχυρό και την Κέρκυρα. Εξήντα νεκρούς θρηνεί το μαρτυρικό νησί της Αγίας Μαύρας, που βρίσκεται μέσα στην πλήρη ισοπέδωση. Τον πόνο της καταστροφής των ημερών εκείνων ομολογεί με πάθος κι η πένα του Λευκαδίτη ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη:

Ηκούσθη εν ταυτώ βοή, ωσάν όλας συγχρόνως
παρεκινούσε τας ψυχάς του Άδου μέγας πόνος
ν’ αναστενάσουν· έφθασε το κέντρον της καρδίας
κι εις τους κατοίκους έχυσε πάσης της Λευκαδίας
το χρώμα του ο θάνατος. Το σύνθημα των κλώνων
υπήρξεν αύτη η βοή και η αρχή των πόνων.

1856: Ο Εγκέλαδος τον Σεπτέμβρη και η έκλειψη σελήνης του Οκτώβρη

Την πρώτη του Οκτώβρη του 1856, στις έντεκα το βράδυ, όλοι οι Κερκυραίοι βγήκανε στους δρόμους για να θαυμάσουνε μια σπάνια, μαγική και βαθιά σκοτεινή νύχτα από μια έκλειψη της σελήνης που έγινε ταυτόχρονα με την πανσέληνο και διήρκεσε μέχρι το πρώτο φως της αυγής. Μόλις έντεκα μέρες αργότερα, στις 12 του Οκτώβρη,[2] στο νησί ήχησε ο υπόκωφος θόρυβος μιας εξαιρετικά σφοδρής δόνησης, που κάλυψε όλη τη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου με επίκεντρο το τόξο Κρήτης  – Αιγύπτου και υπήρξε ιδιαίτερα καταστρεπτικός για τη Ρόδο, την Κάσο και την Κάρπαθο. Στις δύο τη νύχτα και μετά το πρώτο σοκ των κατοίκων άρχισαν να σημαίνουν οι καμπάνες όλων των εκκλησιών της παλιάς πόλης. Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους πανικόβλητος και κατευθύνθηκε στον Άγιο, παρακαλώντας γονυπετής τον Κύριο να παύσει το θυμό του. Οι γέροντες στις μετέπειτα αφηγήσεις τους ισχυρίστηκαν πως δεν θυμούνται ποτέ να έκανε τέτοιο σεισμό, μέχρι και οι Άγγλοι στρατιώτες εγκατέλειψαν τους στρατώνες τους και περιφέρονταν μέσα στο φρούριο, και οι Εβραίοι έσπευσαν και αυτοί στις συναγωγές τους για προσευχές. Όμως ήταν σύντομος· αν διαρκούσε περισσότερο, εξαιτίας της σφοδρότητάς του, σίγουρα θα υπήρχαν θύματα και σοβαρές υλικές καταστροφές.
Ο Edward Lear στην τρίτη από τις εννέα επισκέψεις του στο νησί, επιστρέφοντας στο σπίτι του από την καραντίνα στην οποία είχε μπει λόγω υποψίας κρούσματος χολέρας φερμένης από την Κωνσταντινούπολη, το βρίσκει να έχει υποστεί σοβαρές ρωγμές, κατάσταση που τον ανάγκασε να μετακομίσει και να σημειώσει για εκείνη τη δόνηση: « …but everybody was woken up at 2 oclock by the worst earthquake Corfu has known for many years [...] but nobody has been hurt in all the city, & no house fallenthought many old ones are cracked [...]».

Η Κακοσημαδιά του 1858

Στις 6 Σεπτέμβρη του έτους 1858 απεβίωσε ο αρχιεπίσκοπος Λατίνων Carlo Rivelli στις 10 τη νύχτα. Τα μεσάνυχτα τον κατέβασαν στο Duomo. Την επόμενη μέρα τον ετοίμασαν για την κηδεία, φορώντας του τα αρχιερατικά άμφια, ενώ οι Φλάροι έψελναν αδιάκοπα. Οι καμπάνες ηχούσαν πένθιμα και όλα τα πλοία είχαν τις σημαίες τους mezzasta. Στις 8 του τρέχοντος μήνα το πρωί κι αφού περιέλουσαν τη σορό με αρώματα, επειδή είχε αρχίσει η σήψη, πήραν την απόφαση, μετά το μεσημέρι, να κατευθυνθούν στο ιταλικό κοιμητήριο. Αφού είχαν διαβεί ήδη τη Βασιλική Πύλη και πλησίαζαν στην περιοχή της Πλατυτέρας, γύρω στις πεντέμισι το απόγευμα έγινε ένας δυνατός σεισμός, που πολλοί τότε καλοπροαίρετοι τον θεώρησαν σαν απόδοση φόρου τιμής προς τον νεκρό και κάποιοι άλλοι, πιο δεισιδαίμονες, το ερμήνευσαν σαν προειδοποιητικό σημάδι προς την αμαρτωλή ανθρωπότητα, σαν έναν κακό οιωνό. Ο πανικός τους, όπως και να είχε, τους οδήγησε μέσα στο μοναστήρι της Πλατυτέρας, όπου έγινε παράκληση, ενώ εκφωνήθηκε και λόγος από τον Ι. Λούντζη. Ένας μικρός μετασεισμός λίγη ώρα αργότερα δεν φάνηκε να τους ανησυχεί· ήταν ήρεμοι πλέον αφού είχαν αποδώσει τα δέοντα στο θεϊκό στοιχείο.

Σεισμός Αυγούστου 1883

Το καλοκαίρι του 1883 υπήρξε επεισοδιακό. Στις 27 Ιουνίου 1883 σημειώνεται σεισμός με ένταση 6 Ρίχτερ στη θαλάσσια περιοχή νότια και δυτικά της Κέρκυρας, επιφέροντας στο βόρειο Ιόνιο ξαφνική απόσυρση. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, στις 5 Αυγούστου του ίδιου καλοκαιριού, το νησί δονείται πάλι, δημιουργώντας προβλήματα αυτή τη φορά στην παροχή του νερού.
Από την εφημερίδα Φωνή διαβάζουμε ότι η δημοτική αρχή οφείλει να μεριμνήσει γιατί οι επανειλημμένοι σεισμοί των τελευταίων ημερών σε κάποια χωριά που δεν απέχουν πολύ από το υδραγωγείο, είναι δυνατόν να επιφέρουν αλλαγή στο ρου των υδάτων, με συνέπεια τη λειψυδρία. Και άλλοτε, συνεχίζει ο συντάκτης, είχε επισημανθεί η ανάγκη να καθαριστούν και να επισκευαστούν οι δεξαμενές στην πόλη, ώστε να υπάρχει επαρκής ποσότητα νερού σε ώρες ανάγκης και να μην υποστεί η πόλη τις λυπηρές συνέπειες της λειψυδρίας.

 Φαίνεται πως σε τούτο το νησί υπήρχε ανέκαθεν η παράδοση να κωφεύουν οι αρχές στα προειδοποιητικά σημάδια και να αρκούνται σε προσωρινές και πρόχειρες λύσεις, μέχρις ότου να βρεθούν πανικόβλητοι και ανίκανοι μπροστά σε ένα πρόβλημα που είχε ήδη διογκωθεί και είχε γίνει πια εξαιρετικά δύσκολα διαχειρίσιμο.

Πέπη Γιάννου


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

·       ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ, Π., Καθημερούσιαι ειδήσεις, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 2000.
·       ΖΕΡΒΟΠΟΥΛΟΣ, Σ., Βλάβες και ζημιές από σεισμούς και άλλες αιτίες στην παλαιά πόλη της Κέρκυρας από τα μέσα του 17ου αιώνα έως σήμερα, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Περιφερειακό Τμήμα Νομού Κέρκυρας, Κέρκυρα 2009.
·       Dr H. HAUROWITZ., Αναμνήσεις από την Κέρκυρα, Καλοκαίρι 1896, εκδόσεις Πιτσίλος, Αθήνα 2016.
·       MOUSSON, A., Κέρκυρα και Κεφαλλονιά, Εκδόσεις Ιστορητής, Αθήνα 1995.
·       ΠΑΡΤΣ, Ι., Η νήσος Κέρκυρα, γεωγραφική μονογραφία, Τυπογραφείο Ναχαμούλη, Κέρκυρα 1892.
·       ΤΣΟΥΜΑΝΗΣ, Κ., Η Κέρκυρα μέσα από τα μάτια των περιηγητών, Εκδόσεις ΕΨΙΛΟΝ, Αθήνα 2010.



[1] πελάγρα: Μορφή λέπρας που παρουσιάζεται κυρίως στην ύπαιθρο, πλήττει σε μεγαλύτερο ποσοστό το γυναικείο φύλο και έχει αποδοθεί στην κατανάλωση καλαμποκάλευρου, που δεν έχει συντηρηθεί σωστά.
[2] Ο Π. Σαμαρτζής ορίζει σαν ημερομηνία του σεισμού την 30ή Σεπτέμβρη, ενώ ο Ι. Παρτς την 12η του Οκτώβρη. Η διαφορά στην ημερομηνία πιθανότατα οφείλεται στο παλαιό και το νέο ημερολόγιο.