Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020

Σοφία Χουδαλάκη: Η Μεγάλη Γιορτή του Μάη στο Feudo Gianello delli Habitabuli



    Παίρνει την ανάσα της δυνατά, φτάνει το μυρωμένο αέρα στα κατάβαθά της. Ανοίγει αργά τα δυο της χέρια σηκώνοντάς τα προς την ανατολή, σε μια στάση θρησκευτικής ικεσίας. Ξημερώνει η Πρώτη του Μάη,  η μέρα της Μεγάλης Γιορτής και μυρίζει ετούτο το χάραμα θυμάρι και ρίγανη. Μυρίζει και εκείνη βρόχινο νερό και μουσκεμένο χώμα. Γέρνουν τα βλέφαρά και αφήνουν το πρόσωπο της στο έλεος του ήλιου. «Δώσε μου», του ψιθυρίζει η καρδιά της «Ήλιε δώσε μου τη ζέστη σου, να λιώσουν από τα μαλλιά μου οι χειμώνες, να σπάσει η σκοτεινιά». Και ο Ήλιος μπαίνει καβαλάρης μέσα στον καταυλισμό των Αθίγγανων, τραβάει με βία τα πανιά και τα κουρέλια που τους σκεπάζουν και φέρνει στα ρουθούνια των αντρών τη μυρωδιά του κυπάρισσου και του γυναικείου κόρφου. Είναι πιο πολύ από Πάσχα και Χριστούγεννα μαζί. Είναι πιο πολύ από Ευαγγελισμό και Δεκαπενταύγουστο. Είναι η άγρια χαρά της επιστροφής της Περσεφόνης στη γη, είναι η ζέστα των κορμιών που ιδρώνουνε τις νύχτες, είναι η γέννα της ζωής. Είναι η μεγαλύτερη γιορτή του χρόνου στο Φέουδο των Αθιγγάνων.

   Εκείνη τρέχει, χώνει τα γυμνά της πόδια στη λασπωμένη γη και ακούει το καρδιοχτύπι της πέτρας στις άκρες των δακτύλων της. Τρέχει να πιάσει τον Ήλιο, να ανέβει στο κόκκινο άλογό του και να βγει ψηλά, πάνω από τα ταπεινά καταλύματα της φυλής, πάνω από το φέουδο του «Gianello delli Habitabuli». Ξέπνοη κυλιέται στο νιό χορτάρι, τραβάει με λαχτάρα το κορμί της τη δροσιά της γης, ξεδιψά και φουσκώνει το εφηβικό της στήθος και γίνεται ένα με τα λουλούδια και τα χορτάρια. Νιώθει τ’ αφράτα χώματα να της χαϊδεύουν την πλάτη, να βγάζουν οι ώμοι της ρίζες στη γη, στη γη που ξέρει πως δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει πραγματικά δική της. Είχε πια μεγαλώσει και ήξερε. Έβλεπε τους δικούς της να σηκώνονται τις υγρές κρύες νύχτες για να πάνε στα χωράφια. Τους έβλεπε να τρυγάνε τ’ αμπέλια και να στέλνουν στον άρχοντα το «κοφινιάτικο»[1]. Να μαζεύουν τις ελιές  με τα γυμνά τους χέρια μέσα στις λάσπες. Να αναθρέφουν τα ζωντανά, κότες, πρόβατα, κατσίκες και να τα πηγαίνουν πληρωμή. Έβλεπε τα χέρια του πατέρα της να ξεραίνονται σαν τα κούτσουρα και τα μάτια της μάνας της να βουλιάζουν κάθε μέρα πιο πολύ στις βαθιές αγωνίες. Από τότε που μπορούσε να θυμηθεί, μόνο μια ήταν η κουβέντα των ανθρώπων της «…να μπορέσουμε να μαζέψουμε την πλερωμή του αφέντη…».
   Στον παιδικό της νου, αυτός ο αφέντης είχε γίνει μια ασήκωτη σκιά που περπατούσε τις νύχτες ανάμεσα στα τσαντίρια των δικών της, περιδιάβαινε το φέουδο των Αθιγγάνων και έψαχνε για το λάδι, για το κρασί, για το στάρι τους. Πριν καταλάβει τι ήταν η ζωή, είχε τη γνώση του αφέντη. Τι και αν σήμερα ήταν η Μεγάλη Γιορτή. Τι κι αν αύριο θα τους κερνούσε όλους, όπως όριζε το έθιμο αιώνες τώρα; Δεν είχε αξία, αφού την επόμενη μέρα θα μπορούσε να τους δικάσει με τους δικούς του νόμους, θα μπορούσε να τους ατιμάσει, να τους εξορίσει, να τους βασανίσει. Το φέουδο των Αθιγγάνων, το παλαιότερο φέουδο σε ολόκληρη την Κέρκυρα, ανήκε στον βαρόνο. Ότι φύτρωνε εκεί ήταν στην εξουσία του, τα ζώα, οι καρποί, οι άνθρωποι. Την ήξερε καλά αυτήν την εξουσία η Μάγια, την είχε δει να σαρκώνεται μέσα στα μάτια των γονιών της και να γίνεται ένας φόβος παγωμένος, σαν τους χειμώνες μέσα στα τσαντίρια. Αυτός ήταν ο μεγάλος της εχθρός, η σκιά, ο βαρόνος.
   Απ’ αυτόν έτρεχε να ξεφύγει σήμερα, γι’ αυτό άφησε πίσω της τα χαρούμενα τραγούδια και τις γιορτινές ετοιμασίες της φυλής. Βρήκε την ευκαιρία, όταν η μάνα και οι αδερφές της ετοίμαζαν τα κοφίνια με τα δώρα και ξέφυγε τρέχοντας στα λιβάδια. Άφησε πίσω της τον καταυλισμό σε έναν πυρετό ετοιμασιών. Τα κορίτσια σηκώθηκαν σήμερα νωρίς και ξεχύθηκαν στα χωράφια για να μαζέψουν όλα τα φρέσκα λουλούδια. Οι γυναίκες συγκέντρωναν ό,τι καλούδια υπήρχαν στα τσαντίρια και οι άντρες είχαν φύγει αξημέρωτα για να πάνε να κόψουν το κυπαρίσσι που θα στόλιζαν, για να το κρατούν δώρο του αφέντη. Το κομμένο δέντρο θα στήνονταν  στο κέντρο του οικισμού τους, και όλα τα παιδιά μαζί με τις γυναίκες θα το φόρτωναν με ό,τι στολίδι ή φαγώσιμο είχαν. Το έθιμο όριζε ότι στα κλαδιά του θα κρεμούσαν τα κορίτσια τις πολύχρωμες κορδέλες των μαλλιών τους, και ανάμεσα στις κορδέλες όλα τα φρούτα της εποχής, όλα τα στολίδια της φύσης. Από περιστέρια και κότες, μέχρι πασχαλινά αβγά και αγκινάρες, ωσότου τα κλαδιά  γέμιζαν με έναν πλούτο που θα άφηνε τις φαμίλιες νηστικές.  Μετά, οι άντρες θα έπαιρναν «τον Μάη» - το στολισμένο δέντρο - και θα το πήγαιναν στο αρχοντικό του «έμπαροϋνου»[2]. Εκεί θα έστηναν ένα μεγάλο υπαίθριο γλέντι και θα του το προσέφεραν. Από κοντά θα του χάριζαν και τα ρεγκάλια[3] που είχαν εξασφαλίσει και τα κανίσκια που τα είχαν γεμίσει με τα ορνίθια, τα νούμπουλα, τα αβγά κάθε οικογένειας. Την επόμενη μέρα κάθε τσιγγάνος θα έδινε στο βαρόνο τον τιμαριωτικό φόρο, το τέλεσμα. Ο πατέρας της Μάγιας, όπως και κάθε παντρεμένος, θα έπρεπε να πληρώσει δεκαεφτά άσπρα και δύο καλές όρνιθες. Το ίδιο γίνονταν και την Πρωτοχρονιά, μόνο που τότε η πληρωμή ήταν πέντε άσπρα και μία όρνιθα. Μετά την πληρωμή, ο αφέντης θα τους έκανε ένα μεγάλο τραπέζι, από τους δικούς τους κόπους και το γλέντι θα κρατούσε όλη την ημέρα. Την επομένη, μετά το πέρας της χαράς, ο αφέντης θα επιθεωρούσε τον όχλο. Θα τους μετρούσε έναν-έναν για να βεβαιωθεί ότι ήταν όλοι εκεί, ότι είχαν όλοι καταβάλλει το τίμημα της ύπαρξής τους. Αν κάποιος τύχαινε να λείπει, θεωρούνταν οφειλέτης και κακοπληρωτής και έπρεπε να περιμένει, ότι η δικαστική εξουσία που είχε πάνω του ο βαρόνος θα τον καταδίκαζε σκληρά.

Χ. Παχής, Πρωτομαγιά στην Κέρκυρα

   Την ώρα που η Μάγια έφτανε πίσω στον καταυλισμό, ο στολισμός του κυπαρισσιού είχε ολοκληρωθεί. Τα παιδιά χόρευαν γύρω από το δέντρο, οι γυναίκες απογέμιζαν τα κοφίνια με τα πεσκέσια και οι άντρες ετοιμαζόντουσαν να το πάρουν για να τραβήξουν προς το αρχοντικό. Σημαιοφόρος της πομπής, εκείνος που κρατούσε το οικόσημο του βαρόνου, ήταν ο αρχηγός της φυλής. Εκείνος θα πλήρωνε παραπάνω φόρο από τους υπόλοιπους, ένα χρυσό νόμισμα κατ’ έτος.
Ο ανοιξιάτικος αέρας φύσηξε, η χαλαρή κορδέλα της Μάγιας πέταξε από το μαυριδερό της κεφάλι και σκάλωσε σε ένα από τα κλαδιά του δέντρου. «Όχι», φώναξε αμέσως η μικρή. «Αυτή η κόκκινη κορδέλα είναι το μόνο που έχω να χαρίσω στον πραγματικό μου αφέντη... στον Ήλιο». Χύθηκε με φόρα στο στολισμένο κυπαρίσσι και κατάφερε να τραβήξει την κορδέλα της πίσω. Οι αδερφές της την κοίταξαν ξαφνιασμένες. Η Μάγια δεν θα χάριζε ποτέ την κόκκινη κορδέλα της στον αφέντη, το ήξεραν αυτό. Την έβλεπαν όπως μεγάλωνε, πώς σήκωνε τα μάτια της ψηλά στον ουρανό, πώς έμοιαζε να ακουμπά όλες τις ελπίδες της στα φτερά των πετούμενων πουλιών. Την έβλεπαν να αρνιέται να πάει στη χώρα, να φεύγει από τους δικούς της, να κρύβεται στις μικρές αναπλαστάδες της γης και να γίνεται ένα με το χόρτο, ένα με το νερό. Το ήξεραν ότι εκείνη, η γεννημένη μέσα στα χώματα, η βαφτισμένη μέσα στο φως, δεν θα προσφέρονταν ποτέ σε κανέναν αφέντη.
Έδεσε τα μαλλιά της ψηλά κι άστραψε ο λυγερός λαιμός και ο ανυπόταχτος αυχένας. Ήταν χυτή, γυαλιστερή σαν φτιαγμένη από μπρούντζο, δροσερή σαν το πρώτο τριαντάφυλλο. Τέντωσε το εφηβικό της κορμί όλο περηφάνια, κοίταξε το γέρμα του ήλιου και έφυγε προς το μέρος του. Κάθε της βήμα και ένας αποχαιρετισμός, κάθε της βήμα και ένα σκαλοπάτι ψηλότερα προς τον ουρανό. Έτσι τη θυμόντουσαν τα επόμενα χρόνια οι αδερφές της, με την μακριά κόκκινη κορδέλα της να χορεύει ανάμεσα στα μαύρα μαλλιά και το μαλακό της πάτημα να τη σηκώνει πάνω από τη λασπωμένη γη. Έτσι τη θυμόντουσαν όλοι, κάθε Πρώτη του Μάη. Από τότε, τις παραμονές της Μεγάλης Γιορτής, οι γέροντες της φυλής ψιθύριζαν, ότι κάποτε εκεί, ανάμεσα στις λάσπες και στα κουρέλια, είχε γεννηθεί η θυγατέρα του Μάη, η Μάγια… η Μάγια τους.   

  Τα κάλαντα του Μάη, όπως αναφέρονται στο βιβλίο του Κ. Δαφνή, Ιωάννου Ρωμανού Ιστορικά Έργα, είναι εκείνα που ψέλνονταν μπροστά από το αρχοντικό του βαρόνου ως εξής:
«Και αν είναι με τον ορισμό, να πούμε και το Μάη
Μπρε μπηκ’ ο Μάης, μπρε μπηκ’ ο Μάης, μπρε μπηκ’ ο Μάης ο μήνας,
Ο Μάης με τα τριαντάφυλλα κ’ ο Απρίλης με τα ρόδα.
Απρίλη, Απρίλη αφόρετε, Μάη μου κανακάρη,
Που όλο τον κόσμο γιόμισες απ’ άνθη και λουλούδια.
Λουλούδισε, λουλούδισε, λουλούδισέ μου κόρη
Να πάει να δώσει το φιλί, πριν βρέξει, πριν χιονίσει
Πριν κατεβάσει ο ουρανός και σύρουν τα ποτάμια.
Και εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραγίσει
Και αφέντη κυρ… χρόνους πολλούς να ζήσεις
Να ζήσεις χρόνους εκατό και να τους απεράσεις*
Πολλά είπαμε τ’ αφέντη μας, να πούμε της κυράς μας.
Κυρά χρυσή, κυρά αργυρή, κυρά μαλαματένια,
Που σε χτενίζει ο Έρωτας με τα χρυσά του χτένια,
Με τα χρυσά, με τ’ αργυρά, με τα μαλαματένια
Και άνοιξε τ’ άξιο σου πουγκί το μαργαριταρένιο
Και βάλε το χεράκι σου το καλομαθημένο,
Και αν έχεις γρόσια φέρε τα και αν έχεις και παράδες
Και αν έχεις και γλυκό κρασί, φέρε να μας κεράσεις
Και εις των παιδιών σου τις χαρές κουφέτα να μοιράσεις
Όχι κουφέτα μοναχά, μον’ και πολλά καρύδια
Και πλήθιο το γλυκό κρασί να πιούν τα παλληκάρια.
Και δω που τραγουδήσαμε να ’ρθούμε και του χρόνου
Και την ημέρα της Λαμπρής με το Χριστός Ανέστη (δις)

*Άλλη εκδοχή του στίχου είναι η εξής:
«και αφέντη κυρ… ψηλό μου κυπαρίσσι
Που τ’ όνομά σου ακούεται σ’ Ανατολή και Δύση»



[1] Κοφινιάτικο: όταν έφτανε η εποχή του τρύγου, οι χωρικοί όφειλαν να γεμίσουν ένα κοφίνι με τα σταφύλια και να το στείλουν του άρχοντα προκειμένου να τους δώσει την άδεια να προχωρήσουν στον τρύγο.
[2] Έμπαροϋνος: βαρόνος
[3] Ρεγκάλια: δώρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου