Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Ο Βιβλιοπόντικας


Το βιβλιοπωλείο είναι ο χώρος, όπου άπειροι τύποι ανθρώπων μπορούν να διαβούν το κατώφλι του, τυχερός ο βιβλιοπώλης που θα παραμερίσει το εμπορικό του δαιμόνιο και θα αφεθεί να εντρυφήσει στα μυστήρια της ανθρώπινης ψυχής, ανακαλύπτοντας και τη δική του μέσα από τις πολύχρωμες, τις άτονες, τις ανούσιες, τις υπέροχες, τις τρελές εκείνες ψυχές, όπου σε τούτο ...το χώρο θα απελευθερωθούν και με ανάλαφρο πέταγμα θα σταθούν στο αντικείμενο του πόθου τους, στο δικό τους και μόνο βιβλίο, που μοιάζει να τους περιμένει υπομονετικά στο ράφι. Κάθε βιβλίο, από το πιο ευτελές μέχρι το πιο ψαγμένο και δουλεμένο έχει τον αναγνώστη του και αυτή η ήσυχη αναμονή γίνεται αισθητή στον κάθε γνήσιο εραστή τούτου του μυστηριακού χώρου. 




Ο πιο συνηθισμένος λοιπόν θαμώνας αυτού του χώρου είναι εκείνος, όπου έχει θεώρηση αυτού του τόπου παρόμοια με αυτή του πιστού χριστιανού με την εκκλησία. Ως πραγματικός πιστός δε δίνει σημασία στα έμψυχα, η φιγούρα του βιβλιοπώλη δεν είναι τίποτε άλλο γι αυτόν παρά ένα απλό μέρος του ντεκόρ και ως εκ τούτου δε λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, με καμία φυσικά υπόνοια ή πρόθεση υποτίμησης από τη πλευρά του.

 Πριν χρόνια λοιπόν γνώρισα κι εγώ αυτόν τον τύπο κι ακόμα ανακαλώ κάθε του λεπτομέρεια στις κινήσεις και τα λόγια αν και η εικόνα του προσώπου του ξεθώριασε με τον καιρό, ωστόσο είχε αυτά τα σταθερά χαρακτηριστικά των βιβλιοφάγων, λίγο σκυφτή πλάτη, αεικίνητα χέρια και λαμπερά ποντικίσια μάτια. Ευγενικά με παραμέρισε, ζητώντας απλά την άδεια να περάσει στα ράφια για να δει τα βιβλία και κάπου εκεί πρέπει να σταμάτησε ο προσωπικός του χρόνος. Οι ώρες περνούσαν, κόσμος μπαινόβγαινε, φασαρία γινόταν, αλλά τίποτε δε φαινόταν να τον αποσπά, παρά από καιρό σε καιρό ρωτούσε διακριτικά και χαμηλόφωνα αν ενοχλούσε. Φυσικά και δεν ενοχλούσε. Ο μόνος ήχος ήταν το απαλό ξεφύλλισμα, η εισπνοή του στην προσπάθεια να ανιχνεύσει την οσμή του βιβλίου που κάθε φορά έπεφτε στα χέρια του και τα περιστασιακά γρυλίσματα θαυμασμού, συγκίνησης και έκπληξης, όταν αντίκρυζε κάτι ενδιαφέρον.
Για να σπάσω τη σιωπή έκανα αμήχανες παρατηρήσεις του τύπου : "τώρα βγήκε κι αυτό, είναι σπουδαίο, το έγραψε ο τάδε" " να και η διδακτορική διατριβή του δείνα" και πρότεινα το πιο βαρύ πυροβολικό μου με τη διάθεση να πουλήσω και λίγη εξυπνάδα για να δικαιολογήσω και την παρουσία μου εκεί, παρατηρήσεις που τις άκουγε με προσποιητό ενδιαφέρον και κατανόηση αλλά που καταλάβαινα πως απλά με συμμεριζόταν όπως κάνουμε σε ένα ενθουσιασμένο παιδί για να μη του κόψουμε τη φόρα. 
Ενώ είχαν ήδη περάσει τουλάχιστον τρεις ώρες κι ενώ κρυφά αναρωτιόμουνα και με έτρωγε η περιέργεια τι επιτέλους θα διάλεγε, κοίταξε με αγωνία το ρολόι του και είπε πως πρέπει να φύγει γιατί είχε ραντεβού με συναδέλφους του από το Πανεπιστήμιο. Βιαστικά άρχισε να ταξινομεί πίσω στα ράφια τα βιβλία που είχε αραδιάσει στον πάγκο, βάζοντας στην άκρη αυτά που τελικά θα αγόραζε. Πριν προλάβω να τα δω είχε αρχίσει ήδη το παζάρι, αναμενόμενο για αυτόν τον τύπο, παρακινούμενος όχι από το ελάττωμα της τσιγκουνιάς αλλά καθαρά ως μέρος μιας παράδοσης την οποία τηρούν ευλαβικά οι απανταχού βιβλιολάτρες, ως αναπόσπαστο μέρος της κουλτούρας τους και την οποία οι βιβλιοπώλες απανταχού της γης οφείλουν να σέβονται. Και τότε τα είδα! ήταν μια ποιητική συλλογή ενός συνταξιούχου, μια παλιά έκδοση για το κλάδεμα των δέντρων και μια επίσης ολιγοσέλιδη πρωτόλεια συλλογή διηγημάτων ενός νέου συγγραφέα, εντελώς άγνωστου. Φαινόταν πολύ ικανοποιημένος με τις επιλογές του, ενέδωσα και στα παζάρια του, αφού κάθε άλλο παρά ευπώλητα ήταν τα συγκεκριμένα ( θα ενέδιδα βέβαια ούτως ή άλλως), πλήρωσε και ατενίζοντας με θαυμασμό για άλλη μια τελευταία φορά το γύρω χώρο, παίζοντας τα ρουθούνια του, έφυγε ευχαριστώντας με για το χρόνο μου. Σκεφτόμουν λοιπόν πόσο η άηχη και ελαφριά παρουσία του υπήρξε τόσο τελικά ηχηρή και βαρύνουσα μέσα στο πέρασμα του χρόνου, και ακόμα σκεφτόμουν πως τα όμορφα πάθη όμορφα αποτυπώματα αφήνουν.

Πέπη Γιάννου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου